Η αυγή ξεπρόβαλλε δειλά, βάφοντας με ροδοδάφνιες πινελιές τον ορίζοντα, όταν έφτασα στο πρακτορείο του Πειραιά. Η αύρα του λιμανιού, αλμυρή και βαριά, με τύλιξε καθώς πλησίαζα, ενώ η οχλαγωγία που επικρατούσε έμοιαζε με συμφωνία πολύβουων φωνών.
Γριές με μαύρα τσεμπέρια, σαν σκιές μιας άλλης εποχής, έσφιγγαν στα χέρια τους δέματα τυλιγμένα σε πολύχρωμα μαντήλια. Γέροντες με τραγιάσκες, βαθιά ρυτιδιασμένοι από τον ήλιο και τον χρόνο, διάβαζαν με προσήλωση τις πρωινές εφημερίδες, ενώ η σιωπηλή τους παρουσία έδινε μια αίσθηση διαχρονικότητας. Εμείς, οι νέοι, με τα κοντοπαντέλονα και τα ανέμελα χαμόγελα, παρατηρούσαμε με περιέργεια το σκηνικό, σαν θεατές σε μια παράσταση που διαδραματιζόταν μόνο για εμάς.
Ο οδηγός, ένας ρωμαλέος άνδρας με κοκκινισμένο πρόσωπο και περιποιημένο μουστάκι, στριφογύριζε το τιμόνι του λεωφορείου με μαεστρία, ενώ ο αχθοφόρος, σαν ακροβάτης, σκαρφάλωνε στην οροφή, τακτοποιώντας τα ογκώδη δέματα των επιβατών. Οι υπηρεσιακές τους στολές, ξεθωριασμένες από τον χρόνο και τον ήλιο, έδιναν μια αίσθηση αυθεντικότητας, σαν να ήταν μέρος μιας παράδοσης που χανόταν.
Στις επτά ακριβώς, το λεωφορείο άρχισε να κινείται, αφήνοντας πίσω του το πολύβουο λιμάνι. Οι γυναίκες επιδόθηκαν σε ένα πρωινό κουτσομπολιό, με τις φωνές τους να γεμίζουν το λεωφορείο και την μανιάτικη προφορά τους να δίνει μια ιδιαίτερη χροιά στην ατμόσφαιρα. Οι άνδρες, βλοσυροί και σιωπηλοί, χάνονταν στις σελίδες των εφημερίδων, ενώ εμείς, οι νέοι, παρατηρούσαμε με περιέργεια το σκηνικό, σαν θεατές σε μια παράσταση που διαδραματιζόταν μόνο για εμάς.
Η πρώτη δοκιμασία ήρθε με τις στροφές της Κακιάς Σκάλας. Ο στενός δρόμος, σφηνωμένος ανάμεσα στον γκρεμό και τη θάλασσα, προκαλούσε δέος και φόβο. Οι γυναίκες σίγησαν, ενώ οι άνδρες, με βλέμματα γεμάτα ανησυχία, παρακολουθούσαν κάθε κίνηση του οδηγού. Η ατμόσφαιρα στο λεωφορείο ήταν ηλεκτρισμένη, με την αγωνία να αιωρείται στον αέρα.
Η πρώτη στάση στην Κόρινθο ήταν μια ανάσα ανακούφισης. Ο σταθμάρχης, με την αυστηρή του παρουσία και τη σφυρίχτρα του, μας υπενθύμισε την πειθαρχία που απαιτούσε ένα τέτοιο ταξίδι. Η διαδρομή μέχρι το Άργος ήταν μαγευτική, με τα χωριά της Αργολίδας να ξεδιπλώνονται μπροστά μας, το καθένα με τη δική του ιστορία και ομορφιά. Η ατμόσφαιρα στο λεωφορείο είχε γίνει πιο χαλαρή, με τις συζητήσεις να ζωντανεύουν και τα χαμόγελα να ανθίζουν.
Η ανάβαση στον Αχλαδόκαμπο ήταν μια δοκιμασία για το λεωφορείο και για εμάς. Οι μαύροι καπνοί από την εξάτμιση, η αγωνία στο πρόσωπο του οδηγού και οι απότομες στροφές μας έκαναν να κρατάμε την ανάσα μας. Η θέα του Αργολικού κόλπου, που απλωνόταν μπροστά μας σαν ένας απέραντος γαλάζιος πίνακας, ήταν η μόνη μας παρηγοριά.
Η Χρίσταινα, με τα σουβλάκια της και την πέτρινη πηγή, ήταν μια όαση στην κουραστική διαδρομή. Η διάθεση όλων αναπτερώθηκε, και το ταξίδι πήρε μια πιο ευχάριστη τροπή. Ο Ταΰγετος, επιβλητικός και χιονισμένος, μας υποδέχτηκε με την μεγαλοπρέπειά του, ενώ η Σπάρτη, με το άγαλμα του Λεωνίδα, μας θύμισε την ιστορία και την παράδοση του τόπου.
Το Γύθειο, με την αμφιθεατρική του ομορφιά και το νησάκι Κρανάη, μας εντυπωσίασε με την γραφικότητά του. Η Αρεόπολη, με την ιστορική της σημασία, ήταν το σημείο όπου οι δρόμοι μας χώρισαν με πολλούς συνεπιβάτες. Η διαδρομή προς τον Γερολιμένα, με τα γραφικά χωριά και τους οικισμούς, ήταν μια γοητευτική κατάληξη του ταξιδιού.
Στον Γερολιμένα, το λεωφορείο σταμάτησε, και εμείς, οι λιγοστοί επιβάτες, κατεβήκαμε, αφήνοντας πίσω μας τον κουρασμένο οδηγό. Καθώς απομακρυνόμουν, σκεφτόμουν ότι αυτό το ταξίδι, με όλες τις δυσκολίες και τις ομορφιές του, ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου, μια ανάμνηση που θα με συνόδευε για πάντα.
Πηγή φωτό: ίντερνετ
Προβολές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου