Νύχτα βαθιά, Σεπτέμβρης μήνας, και ετοιμαζόμασταν με τον πατέρα μου, τον κυνηγό της καρδιάς μου, για το πρωινό καρτέρι. Δεν ήταν ο καλύτερος τουφεκιστής, μα το μεράκι του άφηνε ανεξίτηλο σημάδι. Τα βράδια, με θρησκευτική ευλάβεια, λάδωνε το δίκαννό του, ένα παλιό, καλοσυντηρημένο όπλο, που είχε περάσει από γενιά σε γενιά στην οικογένειά μας. Έφτιαχνε τα φυσίγγια με μπαρούτι και σκάγια, μετρώντας τα υλικά με μια μικροσκοπική ζυγαριά, σαν να έφτιαχνε φάρμακο. Η μυρωδιά του μπαρουτιού γέμιζε το δωμάτιο, μια μυρωδιά που συνδεόταν με τις παιδικές μου αναμνήσεις. Μου έδινε κι εμένα μια ζωστήρα, για τα "περίσσια", όπως έλεγε, μα στην πραγματικότητα για να με μυήσει στα μυστικά του κυνηγιού.
Με φακό και ζωστήρες, ξεκινήσαμε για τα μονοπάτια κοντά στην Έλια, μετά τον Κούνο, στα Καταράχια. Το φως του φεγγαριού ζωγράφιζε τις ελιές και τις ξερολιθιές, δημιουργώντας σκιές που έμοιαζαν με φαντάσματα. Από μακριά, από την Άνω Πούλα, ακούγονταν τα ξεχασμένα τσακάλια, με το θλιμμένο ουρλιαχτό τους, σαν μοιρολόι από μακρινό χωριό. Η φωνή τους έσκιζε την ησυχία της νύχτας, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.
![]() |
Κάποτε με την Απόχη |
Σε ένα περιβόλι με ελιές, δίπλα σε μια ξερολιθιά και μια μεγάλη πέτρα, στήσαμε το καρτέρι. Ο πατέρας έβγαλε τον καφέ του, που είχε ετοιμάσει από το σπίτι, και με μια γουλιά, μου είπε "Εδώ θα κάτσουμε". Η ζέστη του καφέ ανακατευόταν με το κρύο της νύχτας. Νύχτα ακόμα, μα ακούγονταν φωνές από τα διπλανά καρτέρια και σκυλιά που μαλώνανε, διεκδικώντας την κυριαρχία τους.
Το χάραμα ήρθε γρήγορα, σαν μια αλλαγή σκηνικού. Οι κυνηγοί ετοιμάστηκαν, τα σκυλιά σιώπησαν, τα τσακάλια κρύφτηκαν. Η φύση ξύπνησε, με τα χρώματα να γίνονται πιο έντονα. Ανατολικά, ο Σαγγιάς έμοιαζε με τεράστιο σεντόνι, με τις κορυφογραμμές του να δημιουργούν απίστευτα σχήματα, σαν γλυπτά από πέτρα. Η Άγια Πελαγία έστεκε αγέρωχη, με την κορυφή της να χάνεται στα σύννεφα, και τα Μουντανίστικα φάνταζαν σαν μικροί κύβοι, κρυμμένοι μέσα στην ομίχλη. Δυτικά, η Άνω Πούλα, με τις άγριες πλαγιές της. Πύργοι και κάστρα, σαν ζωγραφισμένοι σε κορνίζα, ξεπρόβαλλαν από τα ελαιόδεντρα, θυμίζοντας μια εποχή ιπποτών και μαχών. Ο κάμπος του Κατωπαγκιού άνοιγε μπροστά μας, απέραντος και σιωπηλός.
Ξαφνικά, τα τριγώνια ξεπρόβαλλαν από παντού, σαν μαύρα βέλη, και οι τουφεκιές γέμισαν τον αέρα, σαν βροντές. Νιώσαμε σαν πολεμιστές σε μάχη επιβίωσης, με την αδρεναλίνη να κυλάει στις φλέβες μας. Τα σκυλιά έτρεχαν, με τα γαυγίσματά τους να σπάνε την ησυχία, και οι κυνηγοί φώναζαν, άλλοτε με χαρά, άλλοτε με απογοήτευση. Η ένταση κράτησε ώρες, μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό.
Όταν ο ήλιος έβγαλε το κεφάλι του από την Άγια Πελαγία και ο κάμπος χρύσιζε, τα πουλιά συνέχισαν το ταξίδι τους ψηλά στον ουρανό, σαν μαύρες σκιές. Το κυνήγι μεταφέρθηκε εκεί, δύσκολο και άνισο.
Οι κυνηγοί μαζεύτηκαν στο καφενείο του Κριαλάκου, για να αναλύσουν το κυνήγι, να πουν ιστορίες και να πιουν καφέ. Οι επιτυχημένοι δίδασκαν, με υπερηφάνεια, και οι αποτυχημένοι έλειπαν, κρυμμένοι από ντροπή.
Τι μου έμεινε; Η συνεργασία των κυνηγών, το "Πάνω ζου κορώνα, πάνω ζου", μια κραυγή προειδοποίησης, μια έκφραση αλληλεγγύης, όταν ένα πουλί περνούσε από τον διπλανό. Η μυρωδιά του μπαρουτιού, η σιωπή του χαράματος, το ουρλιαχτό των τσακαλιών, η ομορφιά της φύσης, η αίσθηση της ελευθερίας. Όλα αυτά, και η αγάπη για τον πατέρα μου, τον κυνηγό της καρδιάς μου.
Για την Όμορφη Μάνη
Το άρθρο αυτό διαβάστηκε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου