Η απόφαση για την επιστροφή στην μητέρα πατρίδα την Ελλάδα, ήταν ειλημμένη και δεν υπήρχε περίπτωση εκείνο το καλοκαίρι να μην συμβεί. Βλέπεις χρόνια στο εξωτερικό, οι νοσταλγικές σκέψεις , όπως τα ανέμελα παιδικά χρόνια παρέα με τους γονείς , τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, τα παιχνίδια με τα ξαδέρφια μου, τα μπάνια που κάναμε το καλοκαίρι, αλλά και τα ρομαντικά αθώα βράδια στο χωριό, μου βασάνιζαν το μυαλό.
Το ταξίδι για την επιστροφή μακρινό, αφού θα χρειαζόταν να περάσουμε από την άλλη μεριά της γης , αλλά άξιζε τον κόπο.
Η πατρίδα μου η Ελλάδα δεν είναι όπως την είχα αφήσει. Τα σημάδια της οικονομικής κρίσης που βιώνει ήταν ορατά, αν και το χαμόγελο και η αισιοδοξία, κόντρα στα προβλήματα τους , στους Έλληνες πατριώτες μου δεν είχαν χαθεί.
Η επόμενη σκέψη μου, που μετατρεπόταν σε λαχτάρα , ήταν να κατέβω στο χωριό μου στη Μάνη και να επισκεφθώ τον πύργο μας αλλά και τον οικογενειακό τάφο των γονιών μου.
Το ταξίδι διέφερε από τότε που ήμουν μικρός. Εκείνες οι στροφές στους μικρούς φιδίσιους δρόμους που τρυπούσαν τα βουνά διασχίζοντας ατέλειωτες ανηφόρες και κατηφόρες ανάμεσα από απότομους γκρεμούς και που , πιτσιρικάς, βλέποντας τα, με κυρίευε ο φόβος και ολοένα έπεφτα στην αγκαλιά της μάνας μου, δεν υπήρχαν πια. Στη θέση τους είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ευθύς δρόμος όπου απόλυτα ασφαλής και γρήγορος, μας προσέφερε ένα ταξίδι ξεκούραστο και άνετο.
Το πρώτο καρδιοχτύπι νοσταλγίας μου ήρθε όταν αντίκρισα το πανέμορφο Γύθειο. Περνώντας την πλατεία όπου υπήρχε το παλιό πρακτορείο, τώρα έχει μεταφερθεί αλλού, οι αναμνήσεις γίνονταν ζωντανές εικόνες μπροστά μου. Θυμάμαι κατεβαίναμε από το λεωφορείο και ψάχναμε όλοι μικροί μεγάλοι λούπινα. Ακόμα και εκείνες οι μαυροφορεμένες γερόντισσες με τα τσεμπέρια στο κεφάλι εάν δεν έπαιρναν λούπινα, το λεωφορείο δεν ξεκινούσε. Η εικόνα της παραλίας του Γυθείου, μικρά παιδιά τότε, μας δημιουργούσε ένα όμορφο συναίσθημα. Το Γύθειο για εμάς ήταν κάτι σαν εικόνα ενός παραμυθιού ,που μας έλεγε η γιαγιά μας ,που νόμιζες ότι το ζούσαμε βλέποντας τις βαρκούλες να αναπαύονται στα γαλήνια θαλασσινά νερά στον συμμετρικά φτιαγμένο μώλο , και πιο πέρα το ιστορικά πιο ρομαντικό νησάκι της Ελλάδας την Κρανάη με τον υπέροχο φάρο να το διακοσμεί. Τα χρωματιστά νεοκλασικά σπιτάκια, που θαρρείς κρέμονταν στην πλαγιά του βουνού δίνοντας μια ξεχωριστή νότα σε αυτή την πόλη, απλά συμπλήρωναν το όμορφο παραμύθι της γιαγιάς. Το Γύθειο , χωρίς να έχει αλλάξει ιδιαίτερα από τότε, είναι ένας παραδεισένιος τόπος που δεν αφήνει αδιάφορο ακόμα και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη, αντίθετα μάλιστα .
Αφήνοντας την νοσταλγία να με έχει κυριεύσει φύγαμε από την πραγματικά υπέροχη πόλη του Γυθείου.
Στο χωριό δεν αργήσαμε να φτάσουμε αφού περνώντας την ιστορική Αρεόπολη θέλαμε περίπου 15΄λεπτά για να πατήσουμε τα ιερά χώματα του.
Μπαίνοντας στο χωριό ένα ρίγος συγκίνησης μαζί με κάποιο δάκρυ που έτρεξε από τα ζαρωμένα πια μάτια μου, σκέπασαν την ψυχή μου. Γύρω από το χωριό όλα ήταν όπως τα άφησα. Η Άγια Πελαγία στην κορφή της οροσειράς του Σαγγιά, έστεκε περήφανη . Στα πόδια της τα χωριά Καλονιοί, Κοίτα, πιο πέρα λίγο οι Μπουλαριοί και από πάνω τους τα Μουντανίστικα συνέθεταν την γνώριμη εικόνα που είχα από παιδί. Αλλά και η άλλη πλευρά η δυτική δεν είχε αλλάξει καθόλου. Το βουνό της Άνω Πούλας , όπου ο πατέρας μου με πήγαινε για κυνήγι , ήταν το ίδιο επιβλητικό όπως και τότε και τα χωριουδάκια από κάτω της, η Κηπούλα , οι Λαγουδιές, ο Άγιος Αθανάσιος που βρίσκονταν ακροβολισμένα στο βράχο του Μεζαλήμονα παρέμεναν αναλλοίωτα παρά το πέρασμα πολλών χρόνων. Όλα έμοιαζαν να είναι ίδια. Ήταν ίδια!
Όλα αυτά γύρω από το χωριό, γιατί μέσα δυστυχώς όλα ήταν διαφορετικά. Η αποκρουστική σιωπή της ερήμωσης δέσποζε από την μια άκρη του στην άλλη. Μάταια κάποια σπουργιτάκια με το κελάηδημα τους προσπαθούσαν να με πείσουν ότι υπάρχει ζωή εδώ. Κάποιοι πύργοι είχαν γίνει χαλάσματα. Γνωρίζοντας κάποιες οικογένειες που έζησαν μέσα σε αυτούς, μου έρχονται ζωντανά οι μνήμες τους. Σε αυτούς τους ερειπωμένους πια πύργους , στις σκοτεινές καμάρες τους, κάποτε άνθρωποι έκτιζαν τα όνειρα και τις ελπίδες τους στον τραχύ και άγονο αυτό τόπο. Τους γέμιζαν με τις αγωνίες και τα συναισθήματα της δύσκολης καθημερινότητας τους.
Η συγκίνηση μου μεγάλωσε όταν έφτασα στον πύργο μας. Στη θέα του , πέρασε μπροστά μου σαν ταινία όλη η παιδική μου ηλικία. Τότε που ο πύργος μας ήταν όλο ζωή. Στην μπροστινή καμάρα ήταν το καθιστικό μας. Εκεί η γιαγιά μαζί με την μητέρα μου είχαν βάλει ότι πιο καλό , πιο επίσημο είχαν στη διάθεση τους. Με ένα δαντελένιο άσπρο κεντητό ύφασμα στόλιζαν την μικρή τραπεζαρία και τις ψάθινες καρέκλες. Γύρω -γύρω οι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες από ανθρώπους της οικογενείας μας, τον πατέρα , την μητέρα , τον παππού, την γιαγιά αλλά και άλλους στενούς συγγενείς. Στην μια της άκρη η μεγάλη στόφα και μπροστά τα ξύλινα σκαμνάκια. Εκεί, τα βράδια καθόμασταν όλοι μαζεμένοι και ο παππούς ξεκινούσε τις ατέλειωτες ιστορίες του με δαιμονικά και φουσάτα, έτσι που από τον φόβο μου, πολλές φορές, έβαζα τα κλάματα προκαλώντας χαχανητά στην όμορφη ζεστή παρέα μας. Στο βάθος βρίσκονταν η πέτρινη κουζίνα που ενώνονταν με ένα στενό χαμηλό διάδρομο. Θυμάμαι, ζήτημα ήταν να χωρούσαμε μέσα στην κουζίνα πάνω από δυο άτομα.
Στον επάνω όροφο που ενώνονταν μέσα από το σπίτι με ένα καταρράκτη (σκάλες από πέτρες εντοιχισμένες στον τοίχο) ήταν οι κρεβατοκάμαρες. Όλοι κοιμόμασταν σε εκείνο το δωμάτιο, που όμως τόσο ψηλό που ήταν, θαρρείς και επικοινωνούσαμε με τον θεό. Από τα μικροσκοπικά παραθυράκια βλέπαμε τα πάντα. Την Ανατολή που φώτιζε όλη την φύση, το καταμεσήμερο που καψάλιζε τα καλοκαίρια την γυμνή αυτή γη ή που τους χειμώνες ξέσπαγε επάνω της ο βοριάς σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα του, τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα εκεί στο ιστορικό βουνό της Άνω Πούλας , αλλά και το φεγγάρι, άλλοτε χλωμό και άλλοτε λαμπερό να φωτίζει τα όνειρα μας.
Οι μέρες παρά την δύσκολη καθημερινότητα περνούσαν ευχάριστα. Οι δουλειές ήταν πολλές και κοπιαστικές. Πως αλλιώς να ημερέψεις έναν άγριο και άνυδρο τόπο όπως αυτό της Μάνης, ώστε να μπορέσεις να πάρεις ότι καρπούς μπορούσε να σου δώσει για να ζήσεις;
Μα όταν συγκεντρωνόμασταν την ώρα του φαγητού στη μικρή μα τόσο ζεστή τραπεζαρία μας , όλα τα ξεχνούσαμε. Όλη η οικογένεια απολάμβανε τα αγαθά ,ευχαριστώντας τον μεγαλοδύναμο για μια ακόμη ημέρα της ζωής μας.
Όταν ο ήλιος χαμήλωνε και κρύβονταν πίσω από το βουνό της Άνω Πούλας, όλο το χωριό μαζεύονταν στην μεγάλη ρούγα. Εκεί ξεκινούσαν οι ατέλειωτες συζητήσεις – αναλύσεις από τους μεγάλους αλλά και το παιχνίδι για εμάς τα παιδιά. Οι φωνές και τα χαχανητά ξεχείλιζαν και η ένταση τους πολλές φορές τρυπούσε ακόμα και τους τοίχους των τεράστιων πύργων, που κι αυτοί εναρμονισμένοι με την χαρά μας, έδειχναν απρόσμενα φιλόξενοι και ζεστοί. Όλο το χωριό γίνονταν μια μεγάλη αγκαλιά για ντόπιους και ξένους ,όταν κάπου-κάπου οι τελευταίοι τύχαινε και ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τα στενά δρομάκια του.
Όταν η φύση άπλωνε το μαύρο πέπλο της και το φεγγάρι έριχνε το πρώτο φως του , όλα μαζί τα παιδιά σταματούσαμε το παιχνίδι και γινόμασταν μια μεγάλη παρέα με τους υπόλοιπους, καθώς ήταν η ώρα όπου οι μεγαλύτεροι και μπαρουτοκαπνισμένοι της ζωής ξεκινούσαν τις ατέλειωτες ιστορίες. Άλλες μας τρόμαζαν, άλλες μας έκαναν να γελάμε και άλλες τις ακούγαμε παράξενα. Τα μικρά λυχναράκια φώτιζαν την παρέα, και κάπου-κάπου τα ουρλιαχτά από κάποια τσακάλια ή αλεπούδες έκοβαν απότομα την συζήτηση καθώς θέλαμε να τα ακούσουμε, να τα απολαύσουμε.
Όταν η ώρα είχε προχωρήσει αφού καληνυχτιζόμασταν , πηγαίναμε στα ζεστά κρεβάτια μας κλείνοντας τα μάτια και παιδιά ακόμα όπως ήμασταν, αφήναμε τα όνειρά μας να μας ταξιδεύουν προσφέροντας μας ηρεμία και γαλήνη.
Άλλα χρόνια, άλλες εποχές!
Σήμερα το χωριό σε φοβίζει. Ότι κοιτώ γύρω μου δείχνει αποκρουστικό. Δεν θυμίζει τίποτε το χθες. Η σιωπή πλανάται ενοχλητικά στο χωριό. Η ρούγα έρημη και μόνη φαντάζει δαιμονισμένη στα μάτια μου. Τα λιθόστρωτα σοκάκια που κάποτε τρέχαμε έχουν γεμίσει αγριόχορτα και ασπαλαθρούς και τα νιώθω σαν έτοιμα να με κατασπαράξουν.
Ακόμη χειρότερο το συναίσθημα φτάνοντας στον Οίκο των γονιών μου.Η χαρά μου για το αντάμωμα σκεπάζονταν από την θλίψη για την ύπαρξη μιας αλλοτινής ζωής που χάθηκε κι αυτή μέσα στα ερείπια των γκρεμισμένων πύργων, ή ακόμα χειρότερα στα ερείπια αυτού του έρημου χωριού που τίποτε δεν θυμίζει εκείνο το χωριό που ήξερα όταν ήμουν ακόμη παιδί….!!!!
Η σκέψη μου για την σύντομη μελλοντικά ξανά επίσκεψη στο χωριό, δεν με γλίτωσε ποτέ από τις τύψεις μου, για το ότι είχα αφήσει πολλά χρόνια να πάνε χαμένα έως ότου αποφασίσω να το επισκεφθώ.
Για την Όμορφη Μάνη
Προβολές
0 Σχόλια