Web Analytics
«Η Μητέρα μου». Γιώργος Φτέρης

About Me

«Η Μητέρα μου». Γιώργος Φτέρης

 


Η Μητέρα μου ήτανε γριά. Δεν την θυμάμαι άλλωστε νέα, ακόμη και τον καιρό που θα μπορούσε να αφήνει, έστω και λίγο, μια τέτοια εντύπωση.Η μητέρα μου θαρρούσα πως πάντα ήταν γριά, και αυτή η κατάσταση, δεν της πήγαινε μόνο, είχε γίνει στο τέλος και τίτλος της. Τα γερατειά ταίριαζαν στο σύνολο της, στην έκφραση της, καθώς έβγαινε από την πείρα της ζωής,από τις πίκρες της, που σφραγίζουν-ιδίως στη Μάνη-την μορφή της μητέρας περισσότερο από τις χαρές, ακόμη και από τις πιο έντονες.Και το μάτι της, όσο και να χαμογελούσε για χάρη των άλλων, όσο και να σκέπαζε την καρδιά, όσο έμεναν μέσα στην καρδιά-τους πόνους τους κρεμασμένους εκεί σαν εικόνισμα- το μάτι και στεγνό έδειχνε κάτι από τη συνήθεια, από την ετοιμότητα του δακρυσμένου.Να πως την γνώρισα στη μικρή, την παιδική μου ηλικία.


Την ξαναφέρνω στην φαντασία μου, όπως την παρακολουθούσα όταν άναβε στο εικονοστάσι το καντήλι, πάντα δίχως να μιλά, αλλά πάντα με ένα τρέμουλο, με μια απίθανη ψυθιριστική χλόη προσευχής επάνω στα χείλη. Ύστερα, αφού ξανάκανε το σταυρό της, κρατώντας κατεβασμένα τα μάτια της ξεμάκραινε λίγο-λίγο , με εκείνη την απερίγραπτη διάκριση που δίνει η ευλάβεια στις κινήσεις και των πιο απλών ανθρώπων.

Θυμάμαι τον καιρό που χωριστήκαμε για πρώτη φορά με την μητέρα μου. Με πήγαινε στο Γύθειο από το χωριό και με έγραψαν στο ελληνικό σχολείο , στο δεύτερο ελληνικό σχολείο, στην Παλαιόπολη, κοντά στο σπίτι του Βουζουναρά.


Μόλις έχασα την μητέρα μου-ήμουν το στερνό της παιδί ύστερα από έξι άλλα-ενόμισα πως έχασα και το φως μου μονομιάς.Δν πρόκειται για υπερβολή στην έκφραση.Στο θρανίο, ανοίγοντας το αναγνωστικό, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα γράμματα, να συλλαβίσω.Τόσο που ο πρώτος μου δάσκαλος, μανιάτης κι αυτός, ο Πετρούνιας, να με ρωτάει αν έβγαλα αληθινά το δημοτικό σχολείο, ή αν με έγραψαν κατά λάθος στο ελληνικό.


Το ΄λεγε γελαστά καταλαβαίνοντας που οφείλεται η οπτική διαταραχή μου, αλλά εγώ βασανιζόμουν , ένιωθα μάλιστα πως η κατάσταση δεν γίνεται να τραβήξει πιο πολύ.Ώστε ένα βράδυ βγαίνοντας από το σχολείο, επήρα την μεγάλη απόφαση.


Χωρίς να ειδοποιήσω κανέναν στο συγγενικό σπίτι όπου έμενα- στα Καψαλιάνικα- έφυγα για το χωριό. Πέρνοντας έναν δρόμο που θα τραβούσε ώρες ολόκληρες, προς την άλλη μεριά της Μάνης, και που τον είχα κάνει μόνο μια φορά, όταν οι γονείς μου με κατέβασαν με μουλάρι για το Μαραθωνήσι, όπως εξακολουθούσαν να λένε το Γύθειο εκείνα τα χρόνια,με το παλιό του όνομα.

Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Τσιμπιδάρου. Γεννήθηκε στην Καρέα της Μάνης το 1891. Εσπούδασε νομικά. Άρχισε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία στο «Θάρρος» των Καλαμών. Κατόπιν συνεργάσθηκε στην «Ακρόπολη», «Πατρίδα», «Βαλκανικό Ταχυδρόμο», «Ελεύθερο Τύπο», Ελεύθερο Λόγο», «Αμάλθεια» της Σμύρνης με το ψευδώνυμο Ανατολίτης και, στα φιλολογικά περιοδικά «Νουμάς», «Καλλιτέχνης», «Χαραυγή» της Μυτιλήνης», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», «Νέα Εστία», «Νέο Πνεύμα», «Νεοελληνική Λογοτεχνία», «Παναθήναια», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», «Διάπλασις των Παίδων», «Ανθολογία» με τα ψευδώνυμα Λανσελότος, Γκρέκο, Φτέρης.

Παρέμεινε πολλά χρόνια στο εξωτερικό, αρχικά στη Ρώμη και κατόπιν ως ανταποκριτής του «Ελεύθερου Βήματος» στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε όλες τις πολιτικές, πνευματικές και καλλιτεννικές εκδηλώσεις του μεσοπολέμου, τις οποίες και ανέπτυξε σε μακρά σειρά ανταποκοίσεων. Διετέλεσε Γενικός Γραμματεύς του Συλλόγου «ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ» στο Παρίσι. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, διηύθηνε τα «Αθηναϊκά Νέα» 1933-1941 και συνεργάσθηκε έκτοτε στο «Βήμα», στα «Νέα» και στον «Ταχυδρόμο» 1924-1967.

Δημοσίευσε τα βιβλία «Η θρυλική ζωή του Στρατηγού Βούρωαχη με πρόλογο του Στρατάρχου της Γαλλίας Φρανς ντ’ Έσπερε το 1947 και «Πρόσωπα και σχήματα» το 1954. Μετέφρασε θεατρικά έργα και έγραψε μελέτες και ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το ποίημα - τραγούδι του της Κατοχής «Η χωριάτα» έγινε σύμβολο της ελευθερίας και εκινδύνευσε να συλληφθή από τους κατακτητές.

Συνεργάτης του Ραδιοφωνικού Σταθμού, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού θεάτρου, μέλος της Επιτροπής Σχολικών Βιβλίων του Υπουργείου Παιδείας, Ιδρυτικό και τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών 1930-1967, κριτικός του Λογοτεχνικού·Βιβλίου και θεάτρου στο «Βήμα». Δημιούργησε με τον Δημ,. Λαμπράκη τη λογοτεγνική επιφυλλίδα του «Βηματος», στην οποία εγραφε κάθε Κυριακή. Μέλος της Ενώσεως Συντακτών.

Η επί 52 συνεχή χρόνια δημοσιογραφική και λογοτεγνική εργασία του υπήρξε δημιουργική συμβολή στην προαγωγή των Γραμμάτων και ο θάνατός του άφηκε μεγάλο κενό στο δημοσιογραφικό και πνευματικό τομέα της Ελλάδος.

Τιμήθηκε με τις «Ακαδημαικές δάφνες» της Σορβόνης 1930, τον «Ταξιάρχη του φοίνικος» 1965 και το «Χρυσούν εύσημον της δημοσιογραφίας» 1966. Πέθανε τον Σεπτέμ6ριο του 1967.

 Δημοσίευση στη μηνιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «ΤΑΫΓΕΤΟΣ ΚΑΙ ΜΑΝΙΑΤΕΣ» του εκδότη Παν. Πετροπουλέα, Τ. 4 Μάιος 1978.

Εκεί που στρίβει η δημοσιά για τη Σπάρτη ξέκοψα προς την ανηφοριά, πέρασα με τα πόδια το μικρό ποτάμι που σχηματίζεται το χειμώνα από τα νερά του Ταϋγέτου κι ύστερα ακολούθησα το μονοπάτι που χανότανε μέσα στη νύχτα.

Μια που τα κατατόπια δεν τα ήξερα, ούτε μ ΄άφηνε τώρα το σκοτάδι να ξεχωρίσω τίποτε καλά, ένιωθα πως με οδηγούσε ο ντορός του χωριού, όπως οδηγεί τα κυνηγετικά σκυλιά ο ντορός του θηράματος.

Αργά τη νύχτα βρέθηκα στην Αγία Βαρβάρα , όπου, όποιος την διάβαινε, κι όποια ώρα τη διάβαινε χρειαζότανε τις περισσότερες φορές να κάμει μάχη με τον αέρα.Σωστό πάλεμα. Μέσα στην ορμή του, στη φόρα του, ζωντάνευε μια δύναμη σαν των χεριών , σαν να είχε χέρια ο αέρας που μας έσφιγγαν, που σας στριφογύριζαν, προσπαθώντας να σας ρίξουν καταγής.Γιατί την κορφή της Αγίας Βαρβάρας την δέρνουν οι αγριότεροι άνεμοι, από την ανατολική μεριά του λακωνικού κόλπου, και από τη δυτική του μεσσηνιακού, ως τα Μοθωκόρωνα.


Έφτασα στο σπίτι αργά πολύ αργά τη νύχτα, δίχως να δοκιμάσω το αίσθημα του φόβου, παρά μόνο δίπλα σε μια χαράδρα που κατεβαίνοντας μου είχαν πει οι δικοί μου, πως λέγεται Στριγλολάγγαδο, γιατί βγαίνουν στρίγγλες την νύχτα.Φοβήθηκα επίσης ζυγώνοντας σε ένα σημείο, στην είσοδο του χωριού, όπου είχε γίνει άλλοτε φονικό, και έλεγαν πως κάθε νύχτα σκούζει το αίμα του σκοτωμένου.Δεν τ΄άκουσα. Αλλά περίμενα από στιγμή σε στιγμή να τ΄ακούσω.

Φαντάζεται κανείς την έκπληξη των γονιών μου. Κατάλαβαν τι μου συνέβαινε. Δεν με μάλωσαν. Αντίθετα, προσπάθησαν να βρεθούν ψυχικά κοντά μου.Έτσι έμεινα λίγες ημέρες στο χωριό κι έπειτα με κατέβασαν πάλι στο Γύθειο.

Τα μάτια μου έβλεπαν τώρα πεντακάθαρα τα γράμματα του αναγνωστικού, έγινε μάλιστα και κάτι άλλο αξιοσημείωτο. Ύστερα από αυτή τη συναισθηματική περιπέτεια ποτέ στη ζωή μου , σ όλη μου τη ζωή, τον καιρό που ταξίδευα, που έμενα σε μακρινούς τόπους, δεν αισθάνθηκα πια την νοσταλγία.

Φαίνεται πως όλη η ποσότητα της νοσταλγίας που είχα μέσα μου, από φυσικού, εξαντλήθηκε , κάηκε μπροστά στο βωμό της μητέρας.

Έμεινε όμως μέσα μου βαθιά η λατρεία μου για αυτόν τον τόπο που λέγεται : Μάνη.

Γιώργος Φτέρης Βιβλίο «Μάνη Πατρίδα μου» Εκδόσεις Ερμής

Φωτογραφικό υλικό: Όμορφη Μάνη

Για την Όμορφη Μάνη

Το άρθρο αυτό διαβάστηκε από:

web page hit counter

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια