Κείμενο: Βίκυ Κατσαρού
Φέτος το καλοκαίρι δεν ήταν πολλά υποσχόμενο. Με τα πολλά πολλά κατέληξα στο χωριό μου. Μέχρι να φτάσω, και με την αβεβαιότητα αν θα πήγαινα, και έχοντας ένα σχετικά δύσκολο καλοκαίρι, μέχρι τότε έστω και νοερά έφερνα στο μυαλό μου εικόνες από τη Μάνη.
Όταν τελικά βρέθηκα στο Μαυροβούνι, πήρα μια βαθιά ανάσα. Έφτιαξα έναν καφέ και
βγήκα στο μπαλκόνι ενός υπέροχου ξενώνα που μας φιλοξένησε. Η Εύα δεν μπορούσε να σταματήσει να κουνάει την ουρά της από χαρά, κι εγώ στο μπαλκόνι κοίταζα τα μενεξεδένια χρώματα που έβαφαν τον ουρανό καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Σε λίγα λεπτά κατέβηκα στη θάλασσα του Μαυροβουνίου κι εγώ και η χαρά πιαστήκαμε χέρι χέρι. Ήμουν σε μία από τις ομορφότερες παραλίες, άμμος που δεν κολλά πάνω σου, καθαρά ζεστά νερά και ο χρυσοκέντητος μανιάτικος ουρανός. Παρά τον κόσμο, ένιωθες αυτή την ησυχία που τυλίγει κάθε μανιάτικο τοπίο, σαν να σου δίνει την ευκαιρία να ηρεμίσεις το μυαλό σου από κάθε σκέψη. Οι άνθρωποι ήταν χαλαροί, συζητούσαν σε μεγάλες παρέες και έδειχναν ξέγνοιαστοι.Άρχισα να βουτάω τα δάχτυλά μου στη ζεστή άμμο, με το ελαφρύ αεράκι να μου ανακατεύει τα μαλλιά, σε μια προσπάθεια να αδειάσω το μυαλό μου από τη βουή της ζωής και των υποχρεώσεων στην Αθήνα. Οι σκέψεις και η πίεση που κουβαλούσα ήταν τόσες, που το σώμα μου βρισκόταν στην πατρίδα μου, και το μυαλό μου σκορπισμένο αλλού. Έσκαβα για ώρα με τα δάχτυλά μου την άμμο και ξαφνικά… εγώ και ο εαυτός μου συναντηθήκαμε και πάλι. Ήρθα στο κέντρο μου. Και τότε κάλυψα τις τρύπες που είχα ανοίξει με την άμμο, σαν να θάβω στη μανιάτικη γη τις σκέψεις μου, σίγουρη ότι εκείνη θα τις εξαφάνιζε αμέσως.
Φεύγοντας από τη θάλασσα, και κάνοντας έναν περίπατο στο Μαυροβούνι, ένα χαμόγελο διαρκώς κρεμόταν από τα χείλη μου. Συνεχώς παρατηρούσα τα πάντα σαν να είχα βρεθεί για πρώτη φορά εκεί. Αυτή την υπέροχη σιωπή, αυτή τη θαυμάσια σιωπή της Μάνης που λατρεύω, την ησυχία που σου προσφέρει για να ηρεμεί το μυαλό και να χορταίνουν τα μάτια, τον διάφανο λακωνικό ουρανό με τα χρώματα του κόκκινου σαν λεπτές κλωστές να πλέκουν ζεστά υφαντά στο τελάρο του, τον αστροκέντητο ουρανό μόλις η νύχτα αγκαλιάσει τη γη και την πυκνή μυρωδάτη βλάστηση, τα δίχτυα που πλέκουν οι ευκάλυπτοι καλύπτοντας τον ουρανό, τα χρωματιστά άνθη που ξετρυπώνουν από τις αυλές των πέτρινων σπιτιών.
Πρώτη μέρα και είχα ήδη χορτάσει ευτυχία.
Η Βίκυ Κατσαρού ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι διορθώτρια κειμένων, blogger και ενίοτε μεταφράστρια. Κείμενά της κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Όνειρό της κάποτε είναι να επιστρέψει στο Γύθειο.
0 Σχόλια