Κείμενο: Βίκυ Κατσαρού
Ένας τίγρης γεννήθηκε μέσα μου. Κι ένας αετός. Ένας τίγρης να μπλέκεται ένα σώμα με ένα γεράκι. Έτσι ένιωσα όταν στάθηκα στο Ταίναρο. Περιέφερα τα μάτια μου στο απέραντο γλυκό εκείνο μπλε του ουρανού που μοβίζει όπου φωλιάζουν σύννεφα, σε αυτόν τον μανιάτικο ουρανό που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη γραμμή του ορίζοντα, πού το στερέωμα λιώνει μέσα στο υδάτινο βασίλειο της θάλασσας, μιας θάλασσας που πλέον
μανιάζει σαν τη Μάνη όσο μπαίνεις στην καρδιά της ψυχής της. Ποια λόγια να περιγράψουν επαρκώς τις εικόνες που φλέρταραν τα μάτια μου.Ένας κόσμος απλώθηκε μπροστά μου απάτητος, άγριος, βράχια, αέρας, ήλιος, απόκοσμη ησυχία, τα χαρακτηριστικά της μανιάτικης γης. Μέσα σε μια απόκοσμη ησυχία στεκόμουν ξυπόλυτη επίτηδες, να αντλώ δύναμη από τη γη εκείνη την ατρόμητη που μέσα από τα σπλάχνα της ξεθέριεψαν γίγαντες, που μόνο ο γιος του Δία θα μπορούσε να κατοικήσει τα χώματα αυτά, ο Ταίναρος. Έστεκα ξυπόλυτη να αντλώ δύναμη από τις πύλες του Άδη, από εκεί όπου κατά την παράδοση πέρασε ο Ηρακλής για να αντιμετωπίσει τον Κέρβερο, από εκεί όπου κάθε Μανιάτης περνούσε στον άλλον κόσμο έχοντας ευλογηθεί από τα μοιρολόγια των γυναικών. Στεκόμουν στις πύλες που ενώνουν τα ουράνια, τα επίγεια και το επέκεινα. Ακόμα και για το εκκλησάκι των Αγίων Ασωμάτων κτισμένο λίγο πιο πέρα, προκειμένου να καθαγιαστεί, πήραν υλικό από τον ναό του Ταινάριου Ποσειδώνα, μπλέκοντας τα πιστεύω του παρελθόντος και του παρόντος σε έναν ιερό υλισμό.
Δεν μπορούσα να φύγω. Ήταν αδύνατο. Μέσα στη μέθη αυτής της αθόρυβης ομορφιάς, μου πέρασε από το μυαλό πόσο θα ήθελα να μείνω εκεί. Το άγριο, γυμνό από δέντρα τοπίο που βρεχόταν μόνο από τη θάλασσα και εξαγνιζόταν από τους αέρηδες, έμοιαζε με δοξολογία στον Δημιουργό των Πάντων, με παράδεισο επί γης, μια πρόγευση μιας ουράνιας βασιλείας. Εδώ η ψυχή μπροστά στη μικρότητά της επαναπαυόταν και αγαλλίαζε.
Εδώ αγαλλίασα κι εγώ, και μέσα μου είπα «Μη φοβάσαι, προέρχεσαι από γη καμωμένη από θεούς και σκληροτράχηλους ανθρώπους. Να το θυμάσαι και να στέκεσαι δυνατή. Καμία γυναίκα της Μάνης ποτέ δεν λύγισε, ποτέ δεν φοβήθηκε. Πάντα νικούσαν».
Αυτή η σκέψη με ακολουθούσε καθώς το αυτοκίνητο άφηνε πίσω του το νοτιότερο ακρωτήρι της Ευρώπης.
0 Σχόλια