Κείμενο: Βίκυ Κατσαρού
Πριν πέντε μέρες κρατούσα το χέρι της γυναίκας που με μεγάλωσε. Της μητέρας της μητέρας μου. Της κοπέλας μου. Ογδόντα δύο χρόνια χαραγμένα στο κορμί της, με το δέρμα της πια λειασμένο από τον χρόνο.
Κυριακή πρωί. Μπαίνω σπίτι της. Έχω δικά μου κλειδιά, δεν τη βαστούν τα πόδια της να μου ανοίξει. Δένω τον σκύλο στην πόρτα και
κάθομαι στο πλευρό της. Θέλει να μιλήσουμε για το Γύθειο. Θέλει να ταξιδέψουμε στο Γύθειο. Εκεί είναι η διαφυγή μας όπου σε έναν παράλληλο χώρο και χρόνο, είμαστε και οι δυο στην πατρίδα μας και περπατάμε αγκαζέ.«Τι θες να πούμε σήμερα, γιαγιά;»
«Για τους κάμπους». (Εννοεί τον δρόμο που τραβά πάνω από την Ανάληψη και φτάνει στα κτήματά μας στο Μαυροβούνι).
«Και τι άλλο;»
«Για την αγάπη. Θα σου πω εγώ».
«Για τους κάμπους τι;»
«Σκέφτομαι τον παππού σου. Στην οικογένειά μας καμία γυναίκα δεν παντρεύτηκε από προξενιό. Όλες ερωτευτήκαμε. Κι εγώ τον ερωτεύτηκα».
«Το ξέρω, γιαγιά μου. Έχουμε σπουδαίους έρωτες να διηγούμαστε».
«Τον είχα δει πολλές φορές όταν κατέβαινα στο Γύθειο. Πάντα κοιταζόμασταν. Από την αρχή μου άρεσε πολύ. Τον αγαπούσα. Αλλά εμείς είχαμε κάμπους. Ήμασταν από πλούσια οικογένεια. Μην κοιτάς μετά. Στον παππού σου θα με έδιναν; Αλλά εκείνος ήταν πονηρός. Ήρθε μια μέρα στη Βουτρούβη και με βρήκε στους κάμπους καθώς ήμουν, και μου είπε “Ελένη, σ’ αγαπώ. Αλλά δεν σε δίνουν οι δικοί σου”. “Το ξέρω, Βασίλη. Κι εγώ σ’ αγαπώ”. Και τότε πέρναγε ο θείος μου και βλέποντάς μας να μιλάμε, είπε ότι με άφησε εκτεθειμένη. Και έτσι στείλανε προξενιό στον Βασίλη. Και αρραβωνιαστήκαμε».
«Αγαπιόσασταν ε;»
«Πολύ. Τον αγαπούσα πολύ και τον ήθελα πολύ. Κι εκείνος. Τον έβλεπα να κατεβαίνει στα μαγαζιά μας στο Γύθειο με τα χακί του ρούχα, τα ακριβά του ωραία χακί λινοπουκάμισα και με λίγωνε η καρδιά μου. Όπου καθόταν έτρεχα συνέχεια και πήδαγα στην αγκαλιά του. Κι εκείνος αυστηρός μου έλεγε “Κάτσε, ρε Ελένη, μας βλέπουν”. Ξέρεις τότε πώς έπρεπε να φαίνεται ο Μανιάτης και πώς η γυναίκα του. Αλλά ήμουν η κορώνα του. Όταν τον ρώτησε ο θείος μου “Βασίλη, την αγαπάς την Ελένη; Γιατί δεν της το δείχνεις;” “Εγώ για την Ελένη, σκοτώνομαι”».
Της χαμογελάω. Αυτό το ταξίδι ήθελε τη μέρα εκείνη. Να ταξιδέψουμε στα αγροκτήματα της Βουτρούβης, να θυμηθεί τις φορές που περίμενε κρυφά τον αγαπημένο της, τα καταπιεσμένα ερωτικά φιλιά που αντάλλαξαν, το δειλό άγγιγμα των χεριών, την κοινή τους ζωή, τα γλέντια στο Γύθειο, εκείνη να τον καμαρώνει να τον βλέπει να χορεύει. Αυτό ήθελε εκείνη τη μέρα. Να ξαναθυμηθεί το Γύθειο για όλη του την προστασία που έδωσε στο ερωτευμένο εκείνο ζευγάρι, στις σκέπες των δέντρων και στην προστασία της πέτρας, στον άγριο άερα, για να κρύψουν τον έρωτά τους.
Η Βίκυ Κατσαρού ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι διορθώτρια κειμένων, blogger και ενίοτε μεταφράστρια. Κείμενά της κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Όνειρό της κάποτε είναι να επιστρέψει στο Γύθειο.
0 Σχόλια