Κείμενο: Βίκυ Κατσαρού
Έφερνα την εικόνα μου ξανά και ξανά στο μυαλό μου και κάθε που το ξανασκεφτόμουν το ζούσα όλο και πιο έντονα. Εμένα, ένα βροχερό πρωινό Σαββάτου, στο νεκροταφείο Ανάληψη του Γυθείου, να ψάχνω τον τάφο του παππού μου. Η ανάγκη μου ήταν να συνδεθώ. Να συνδεθώ με εκείνον που άφησε τη Σμύρνη για να
Εγώ από τη μια τον έψαχνα, από την άλλη φοβόμουν. Και ήμουν πεπεισμένη ότι αν έβρισκα τον τάφο του παππού μου, θα ήξερα από πού ξεκίνησα, κατά έναν διαστροφικό τρόπο θα του μιλούσα κι εκείνος θα έπαιρνε μακριά τα αγκάθια.
Τον τάφο όμως δεν τον έβρισκα. Μουσκεμένη μέχρι το κόκαλο από τη βροχή, τα παπούτσια γεμάτα λάσπες να γλιστρώ πάνω στα μάρμαρα, ήμουν μια λεπτή φιγούρα που περιπλανιόταν για ώρες πάνω από τα μνήματα. Κάποια στιγμή απελπίστηκα, παρότι όλη την ώρα ψέλλιζα «παππού μου, θα σε βρω, θα σε βρω, παππού μου».
Τελικά όμως τον βρήκα. Περίπου. Μετά από πληροφόρηση που είχα, ο παππούς μου είχε ταφεί στο μνήμα της οικογένειας του αδερφού του. Μόνο το επώνυμο είχε μείνει να τον θυμίζει. Συγκινημένη και πικραμένη κάθισα πάνω στο μάρμαρο και έβαλα την παλάμη μου στο κέντρο του. «Παππού μου», ψιθύρισα. «Παππού μου, καημένε, που δεν έχεις τίποτα να σε θυμίζει». Είχα στεναχωρεθεί πολύ.
Η οικογένειά του δεν φρόντισε ούτε το όνομά του να χαραχτεί. Πάντα φτωχός, περήφανος και παραγκωνισμένος. Αυτή είναι η μοίρα μας; σκέφτηκα. Να είναι τα αποδεικτικά της ύπαρξής μας στην καλή θέληση των ζωντανών; Ή για να το πω καλύτερα, στο αν καταφέραμε να τους κάνουμε να μας αγαπήσουν; Κι αν είναι ανίκανοι να αγαπήσουν; Κι αν είμαστε όλοι μας ανίκανοι να αγαπήσουμε, αιχμάλωτοι των φόβων μας; Κι εσένα, παππού μου, κανείς δεν σε αγάπησε; Όχι, όχι, παππού μου, όχι κανείς, σε αγάπησα εγώ, και σου δίνω τον λόγο μου ότι θα φροντίσω εγώ να μπει το όνομά σου.
Ανάμεσα στις σκέψεις αυτές συνειδητοποίησα ότι έτσι ήμουν τόσο καιρό κι εγώ, ναι, έψαχνα να βρω ποια είμαι, έβρισκα τον εαυτό μου, έτσι τουλάχιστον νόμιζα, αλλά κάτι ήταν που έλειπε και ποτέ δεν τον έβρισκα πραγματικά. Ίσως αυτό που έλειπε ήταν η ικανότητα της αγάπης των ζωντανών, σε χρόνο παρόντα, και όχι η προσκόλληση στην αγάπη ανθρώπων που πέρασαν, αναμνήσεων, παλιότερων εκδοχών του εγώ, πραγμάτων που δεν θα ξαναγυρνούσαν, εκ του ασφαλούς πια πόθοι, με τον φόβο σαν αλυσίδα περασμένη στο πόδι φυλακισμένου, σε ένα κελί γεμάτο φόβους. Ίσως τελικά αυτό που μου έλειπε και δεν με έβρισκα ήταν η τόλμη να αγαπήσω τους ζωντανούς, να αφεθώ στο ταξίδι της ζωής και όχι να παλινδρομώ εκστατικά σε ένα περασμένο παρελθόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον. Ίσως τελικά… με βρήκα.
Η Βίκυ Κατσαρού ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι διορθώτρια κειμένων, blogger και ενίοτε μεταφράστρια. Κείμενά της κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Όνειρό της κάποτε είναι να επιστρέψει στο Γύθειο.
0 Σχόλια