Web Analytics
Επιστρέφοντας στη Μάνη.

About Me

Επιστρέφοντας στη Μάνη.

 


Κείμενο: Βίκυ Κατσαρού

Οι δικοί μου δεν είχαν φροντίσει ποτέ να με μυήσουν στις ομορφιές του τόπου μου. Η στάση τους αυτή ήταν αιτία του ξεριζωμού τους από τα μαγαζιά τους στο Γύθειο και το σπιτικό τους στο Μαυροβούνι. Δεν ήθελαν να βρεθούν ξανά στη Λακωνική γη γιατί φοβούνταν τις αναμνήσεις.

Παρ’ όλα αυτά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η γιαγιά μου με ξυπνούσε και με νανούριζε με ιστορίες του τόπου. Κι έτσι τον αγάπησα κι εγώ. Γνώριζα ότι ο παππούς ήταν από προσφυγική οικογένεια, ένας άντρας πεισματάρης, αθυρόστομος, τίμιος και λεβέντης, κι εκείνη κατ’ εξοχήν

μανιάτισσα, βράχος πάνω στον οποίο χτίστηκε το σπίτι της, η οικογένειά της, με τις αξίες της ελευθερίας και της αγάπης να τις περνά κληρονομιά στους απογόνους της. Η γιαγιά μου ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι της, ποτέ δεν έχασε μάχη ή τουλάχιστον να μην τολμήσει να ριχτεί στον αγώνα. Έτσι έμαθε κι εμάς. Πάντα να παλεύουμε, να αγωνιζόμαστε, το μέσα μας αν πονά κανείς να μην το βλέπει. Θυμάμαι φορές που λύγιζα, μου έλεγε: «δεν είσαι γνήσια Μανιάτισσα τώρα», και τότε έπαιρνα πάλι τα πάνω μου.

hafen-von-gythio
Αποφάσισα λοιπόν να γνωρίσω την πατρίδα μου μόνη μου, πριν δύο χρόνια. Και ήταν η εποχή που επέλεξα ορόσημο γιατί είχε ξεκινήσει ένας μεγάλος πνευματικός υπαρξιακός αγώνας που με κατατρέχει μέχρι σήμερα, όμως συνεχώς μειούμενος.
Έτσι ένα Πάσχα βρέθηκα στο Γύθειο. Και ένιωσα την καρδιά μου να μαλακώνει. Πρώτη εικόνα για τον ταξιδιώτη που εισέρχεται στο Γύθειο είναι το νεκροταφείο, κι εγώ νοερά χαιρέτησα τον παππού μου. Μέχρι να δω την παραλία, θαύμαζα τα παλιά σπίτια, με πολύχρωμα λουλουδιαστά μπαλκόνια και το όνομα της Μάνης να δεσπόζει σχεδόν σε όλες τις ταμπέλες των καταστημάτων. Και σε λίγα λεπτά έφτασα στην παραλία όπου βούρκωσα. Δεν θα ξαναέβαζα από τότε καμία θάλασσα βαθιά στην καρδιά μου.

Πλέον με έχει γεμίσει μόνο η εικόνα του Γυθείου, το μπλε εκείνο χρώμα της θάλασσας που σμίγει με του ουρανού, και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη γραμμή του ορίζοντα, με τα σύννεφα να μοιάζουν με λεπτοδουλεμένο υφαντό. Και λίγο πιο πέρα, τον εξαίσιο αυτόν πίνακα συμπληρώνει το νησάκι της Κρανάης, με τα δέντρα σμιλεμένα από τον αέρα και τον ήλιο σε έναν αρμονικό και απαλό χορό. Και από τότε έγινε η αρχή και συχνά πυκνά περνούσα Σαββατοκύριακα σε ένα μπαλκονάκι που νοίκιαζα με θέα τη θάλασσα του Γυθείου. Εκεί δούλευα τις σκέψεις μου, τις άφηνα και τις ξανάπιανα, σηκωνόμουν μετά βίας την ανατολή και έβλεπα τα πάντα να ξυπνούν από το λήθαργο της νύχτας, με τους φανοστάτες ακόμα ανοιχτούς, τους γλάρους και τα κοράκια να κρώζουν.cf86ceaccf81cebfcf82
Και φέτος το Πάσχα αποφάσισα να μη μείνω στο Γύθειο αλλά να πάω στο Μαυροβούνι, στα πάτρια εδάφη. Και η ομορφιά του ήταν ανυπέρβλητη. Ο ουρανός έπαιρνε συνέχεια ένα μενεξελί χρώμα, οι αχτίδες του ήλιου κεντούσαν με ζεστά χρώματα το στερέωμα, τα πρωινά άκουγα λογής λογής πουλιά, ενώ τα βράδια τυλιγόμουν με μια κουβέρτα και έβλεπα από το μπαλκόνι τον ξάστερο ουρανό. Το ομολογώ ότι δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο, πέρα από το να ακούω από το μπαλκονάκι μου τον παφλασμό της θάλασσας και να θαυμάζω τη νύχτα τα αστέρια. Το μόνο που με στεναχώρησε αυτή τη φορά είναι που δεν κατάφερα να πάω στην Αρεόπολη. Το μέρος όπου φαντάζει σαν να εισέρχεσαι σε έναν ξεχασμένο από τον χρόνο τόπο.

Για μένα η λακωνική γη είναι η πατρίδα μου, η δική μου ταυτότητα, το σημείο αναφοράς μου. Δεν δηλώνει Ελληνίδα αλλά Μανιάτισσα. Κάθε που κατεβαίνω γεμίζω δύναμη, παίρνω κουράγιο και παύει η φλυαρία του νου. Αδειάζουν οι σκέψεις μου. Όνειρο ζωής για μένα θα ήταν να περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου στο χωριό μου, να γράφω, να κάνω τη δουλειά μου εξ αποστάσεως, να διαβάζω, να περιδιαβαίνω με τα σκυλιά μου την παραλία του Μαυροβουνίου και να σιωπώ μπροστά στο θαύμα που αναδίδουν τα χώματα της Μάνης. Οι αναμνήσεις πολλές. Αρκεί να αναφέρω τις πιο χαρακτηριστικές: εμένα μπροστά από έναν πολυκαιρισμένο βαρύ ξύλινο καθρέφτη να γελάω από τα βάθη της ψυχής μου λίγο πριν κατέβω στην Αρεόπολη, ένα πρωινό του Γυθείου, να πίνω καφέ στην πλαζ και γύρω μου η απόλυτη ησυχία, δεν ηχούσε καν η θάλασσα, βράδυ τυλιγμένη με μια κουβέρτα να ακούω τα κύματα χωρίς να τα βλέπω, απόγευμα ξαπλωμένη ανάσκελα στην παραλία του Μαυροβουνίου και να κοιτάζω τον ουρανό. Και άλλα, πολλά.
Θα ήθελα να κλείσω με ένα ποίημα του Φτέρη: «Τη θύμηση της Μάνης, της πέτρας και του αέρα της Μάνης, την έπαιρνα πάντα μαζί μου, όπου κι αν πήγαινα. Σαν φυλαχτό».

Η Βίκυ Κατσαρού ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι διορθώτρια κειμένων, blogger και ενίοτε μεταφράστρια. Κείμενά της κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Όνειρό της κάποτε είναι να επιστρέψει στο Γύθειο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια