Από το βιβλίο του Βασίλη Πιερρακέα «Οι Παλαιοί Μανιάτες» .
Εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη. Γ.Π.Δημακόγιαννης.
α.Ο Φουρνέλακας.
Όλα τα παλλαϊκά σπίτια είχαν το φούρνο τους.Η κατασκευή του φούρνου γίνονταν από λίγους ειδικούς μαστόρους, γιατί ήθελε μεγάλη τέχνη και μαστοριά.
Άρχιζε με το κτίσιμο μιας στρογγυλής ή τετράγωνης βάσης.Η βάση αυτή, το βάθρο πάνω στο οποίο θα στηρίζονταν ο φούρνος, λεγότανε φουρνέλακας και ήταν 1,5 μέτρο ή και 2 επί δύο μέτρα καμιά φορά, ανάλογα με τις
διαστάσεις που ήθελαν να γίνει ο φούρνος.Ο φουρνέλακας ήταν κούφιος και είχε ένα μαρκόστενο άνοιγμα στη βάση 50 ως 60 εκατοστά στο πλάτος για να ρίχνουν τις στάχτες.Την πάνω επιφάνεια του βάθρου την έστρωναν με χώμα.Πρώτα ο μάστορας ράντιζε το χώμα με λίγο νερό για να λασπώσει.Κατόπιν τοποθετούσε κομμάτια κεραμίδια ορθά σφηνωμένα σε λάσπη, κάθετα προς το δάπεδο.Τα κεραμίδια αυτά, όπως ήταν βαλμένα κοντά-κοντά έμοιαζαν σαν μικρό καλντερίμι.Το δάπεδο αυτό από χωματο-λάσπη και σφηνωμένα κομμάτια κεραμίδι, το λένε » σαλιντζάδα».
Αυτό το κεραμιδόχτιστο δάπεδο έμοιαζε με ένα μικρό αλώνι και είχε το μέγεθος που ήθελαν να δώσουν στο φούρνο. Στη μέση του στρογγυλού δαπέδου, έμπηγαν ένα καρφί.Με μια κλωστή δεμένη στο καρφί και ένα μυτερό ξύλο στην άκρη, είχαν έτοιμο ένα αυτοσχέδιο διαβήτη, με τον οποίο χάραζαν ένα κύκλο.
Στα σημάδια του κύκλου, πάνω σε ένα στρώμα λάσπη, από κοκκινόχωμα , τοποθετούσαν μια σειρά από κομμάτια κεραμιδιού.Τούτη τη φορά όμως η τοποθέτηση δεν γίνονταν με κεραμίδια σφηνωτά, κάθετα προς το δάπεδο-όπως στη σαλιντζάδα- αλλά επίπεδα δηλαδή με τη μεγάλη επιφάνεια του κεραμιδιού να εφάπτεται στο δάπεδο.
Στην πρώτη αυτή κυκλική αράδα κεραμιδιών άφηναν ένα άνοιγμα, στη θέση της μελλοντικής πόρτας.Αυτή η πρώτη αράδα του φουρνέλακα ήταν η βάση και η αρχή για το χτίσιμο του κυρίως φούρνου.
β. Οι πλευρές και ο θόλος του φούρνου.
Όπως είδαμε, πρώτα χτίζονταν η βάση του φούρνου, που λεγόταν φουρνέλακας. Επάνω στη βάση αυτή, άρχιζε αράδα-αράδα το χτίσιμο των πλευρικών τοιχωμάτων του θόλου του φούρνου.
Οι πρώτες τρεις-τέσσερις αράδες από μικρά κομμάτια κεραμιδιού ήταν χτισμένες κάθετα , χωρίς κλίση προς τα μέσα. Από την τέταρτη (ή πέμπτη) σειρά και πάνω άρχιζε μια ελαφριά κλίση προς τα μέσα, ώστε ο φούρνος να πάρει το θολωτό του σχήμα, σιγά-σιγά , όσο ανέβαινε το χτίσιμο.Δεν ξεχνάμε βέβαια και το άνοιγμα που άφηναν για πόρτα.
Όταν το χτίσιμο έφτανε στο ύψος που ήθελε ο μάστορας (που κυμαίνονταν από 80 εκατοστά έως 1 μέτρο) έβαζαν δυο ντενεκέδες (τον ένα επάνω στον άλλο)και απάνω στον δεύτερο ντενεκέ, στήριζαν δύο -τρία τούβλα ή ξύλα.Στην πρόχειρη αυτή βάση, στήριζαν ένα μπουρέκι (ταψί) γυρισμένο πίστωμα , δηλαδή ανάποδα.
Έτσι με αυτά τα απλά μέσα οι παλαιοί μαστόροι είχαν μια βάση για την στήριξη του θόλου.
Πάνω στο ταψί (που όπως είδαμε ήταν στηριγμένο πάνω σε δυο ντενεκέδες) έβαζαν χώμα στεγνό, ώσπου να κλείνει τελείως το άνοιγμα, που είχε απομείνει από τα χτιστά κεραμίδια.
Στο χώμα έδιναν ένα θολωτό σχήμα και το πίεζαν λίγο για να στερεώσει.Σε αυτή τη χωματένια θολωτή βάση άρχιζε ο μάστορας να τοποθετεί τα τελευταία κομμάτια κεραμίδια στηριγμένα κάθετα και ενωμένα με λάσπη από καθαρό, κοσκινισμένο κοκκινόχωμα.
Πρόσεχαν η λάσπη αυτή να είναι από ολοκάθαρο κοσκινισμένο χώμα, που να μην έχει το παραμικρό πετραδάκι. Το κοκκινόχωμα και ο κεραμίδι είναι πυρίμαχο υλικό που αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες του φούρνου. Τα χαλίκια τρίβονται και γίνονται σκόνη και μπορεί ο θόλος του φούρνου να χαλάσει.
Τα στηρίγματα του θόλου έμεναν 5-6 ημέρες ώσπου να στεγνώσει η λάσπη και να στεριώσει ο φούρνος.
Ύστερα από το διάστημα αυτό ξεκαλούπωναν,έβγαζαν προσεκτικά τους ντενεκέδες και τα άλλα στηρίγματα και καθάριζαν τον θόλο του φούρνου από τα περιττά χώματα.
γ.Χέρα, η πήλινη βάση του φούρνου.
Μετά την κατασκευή του θόλου και των εξωτερικών τοίχων,έστρωναν το εσωτερικό δάπεδο του φούρνου με ειδικό χώμα.Το χώμα αυτό το έβρισκαν σε σπηλιές , που τις ήξεραν οι παλαιότεροι.Έστρωναν όλη τη βάση του φούρνου με το ειδικό αυτό χώμα, που το έλεγαν χέρα και το ράντιζαν με νερό.
Άφηναν κάμποση ώρα για να «τραβήξει» η υγρή χέρα και όταν η χωματολάσπη αυτή ήταν στεγνή και έτοιμη να ξεραθεί άρχιζαν να την κτυπούν με κόπανο για να δέσει και να σφίξει.Αυτή η δουλιεά κρατούσε δύο-τρεις ημέρες συνέχεια.
Την τελευταία η μέρα το πήλινο κοπανισμένο δάπεδο το «κρούανε με την λαλούδα» .Δηλαδή το κτυπούσαν με μια λεία στρογγυλή πέτρα, τη λαλούδα.
Φρόντιζαν να βρούν λαλούδα από τα ποτάμια ή από τις παραλίες, που να έχει λεία και ίσια την κάτω μεριά σαν χελώνα.
Το χτύπημα με τη λαλούδα το σταματούσαν όταν η χέρα το πήλινο κουρασάνι του φούρνου, έκανε έναν υπόκωφο άρβαλο , δηλαδή κρότο όμοιο με ξερό ξύλινο αντικείμενο. Τότε καταλάβαιναν ότι είχε τελειώσει το χτύπημα του δαπέδου.Ο φούρνος ήταν πια έτοιμος για το πρώτο άναμμα.
0 Σχόλια