Από το βιβλίο Η Παραδοσιακή διατροφή στη Μάνη. Ελένη Τζικάκου. Εκδόσεις: Γ.Π.Δημακόγιαννης
Από το καλοκαίρι κάθε ιδιοκτήτης λιτριβείου κανόνιζε το προσωπικό που θα πληρωνόταν με λάδι.Πρώτα τον καραβοκύρη, τον προϊστάμενο.Μετά δύο λιτριβαραίους , τους βοηθούς του. Σε μιαν άκρη του λιτριβείου ήταν τα λιθάρια, ένα επίπεδο κάτω, το άλλο από πάνω όρθιο και κινητό, μ’ ‘ενα ξύλο μακρύ οριζόντιο, εκεί
έδεναν το μουλάρι. Γύριζε και μαζί του το λιθάρι που έσπαγε και έλιωνε τις ελιές.(…) Κάθε πελάτης του λιτριβείου είχε και υποχρεώσεις: Να φέρει και να στοιβάξει σε μια γωνιά τις ελιές του. Να φέρει το μουλάρι του και να γυρίζει το λιθάρι. Να φέρει τα ξύλα για τη φωτιά. Έπρεπε να βράζει συνεχώς το νερό σ΄ένα μεγάλο καζάνι, επειδή το καυτό νερό ήταν απαραίτητο στην παραγωγή του λαδιού.Έπρεπε ακόμα να ταϊζει το προσωπικό και να το ποτίζει με κρασί. Από τον σωρό τις ελιές ένας από τους λιτριβαραίους γέμιζε τον ξύλινο κάδο που ήταν δεμένος στο λιθάρι με μια εγκοπή στην κάτω μεριά, για να κυλούν από ΄κει λίγες-λίγες όταν θα ΄ρχιζε να γυρίζει το μουλάρι μαζί με τ΄απάνω λιθάρι. Έτσι γίνοταν το χαμούρι, ο πολτός από τις σπασμένες ελιές. Οι λιτριβαραίοι έβαζαν το χαμούρι σε ταψιά και το πήγαιναν στον καραβοκύρη. Εκείνος τότε άνοιγε μια-μια τις τσαντίλες και το έστρωνε μέσα προσεκτικά. Τις έφτιαχναν από τρίχινο ύφασμα και είχαν το σχήμα ανοιγμένου φακέλου.Όταν τις παραγέμιζε με πολτό, τις δίπλωνε, τις έδενε και τις έβαζε κάτω από την πρέσα, τη μια επάνω στην άλλη.Ύστερα κατέβαζε σιγά-σιγά τη σιδερένια πλάκα, που άρχιζε να πιέζει τις τσαντίλες.
Το πρώτο λάδι έτρεχε, κυλούσε σε μια ξύλινη δεξαμενή που ήταν παράμερα.Πάντοτε ο καραβοκύρης φορούσε την «τραγιά» του, μια μεγάλη και θεόβαρη ποδιά από ακατέργαστο δέρμα τράγου, για να μη λερώνεται υποτίθεται, αν και το λάδι τον πότιζε από την κορυφή του κεφαλιού του ως τα νύχια.
Έκανε νόημα στους βοηθούς του να πιάσουν τον αργάτη.Ήταν ένας μεγάλος κορμός δέντρου τοποθετημένος κατακόρυφα από το πάτωμα ως το ταβάνι περίπου, αλλά που γύριζε άξονα του.Ο αργάτης είχε στη μέση μια τρύπα.Εκεί περνούσαν ένα ξύλο και ένα χοντρό σκοινί, που η μια του άκρη ήταν δεμένη στην πρέσα και η άλλη στον αργάτη. Γύριζαν οι λιτριβαραίοι, το σκοινί κουλουριαζόταν και τραβούσε δυνατά την πρέσα.Κελαήδαγε τότε η σιδερόσφηνα στη μηχανή καθώς πηδούσε από γρανάζι σε γρανάζι.Γκλαν-γκλαν. Η πίεση στις τσαντίλες δυνάμωνε, το λάδι έτρεχε περισσότερο.
Κάπου-κάπου ο καραβοκύρης πήγαινε στο καζάνι που έβραζε και γέμιζε την «αγκλιά του», ένα πλακουτσό σιδερένιο δοχείο, με καυτό νερό. Το έχυνε γύρω-γύρω στις τσαντίλες να ξεμπουκώσουν οι τρύπες από τα λιοκόκια.Τώρα πλέον το λάδι «τσίφαγε», έβγαινε μπόλικο και ορμητικό. Όταν η δεξαμενή γέμιζε, ο ιδιοκτήτης το έριχνε από ΄κει στα τουλούμια και το κουβαλούσε στο σπίτι.Άδειαζε το λάδι στις πιθάρες, τοποθετημένες στη σειρά στο υπόγειο.
(…) Στις πιθάρες αποθήκευαν το λάδι της χρονιάς όλοι οι Μανιάτες αλλά τις έκλειναν προσεκτικά μη πέσει μέσα κανένας ποντικός.
(…) Στο λιτριβείο οι πελάτες έπρεπε να φέρνουν κούτσουρα ξερά που καίγανε σα λαμπάδες. Έφτιαχναν πολλά κάρβουνα και γλυκιά ζέστη.Αυτή ήταν ο κράχτης και ο πειρασμός , αυτή βοηθούσε να γίνονται οι χωριάτικες βεγγέρες.Άντρες γυναίκες και παιδιά τρύπωναν το βράδυ στα λιτριβεία και καθόντουσαν κοντά στη φωτιά, αλλά έτσι που να μην εμποδίζουν τα πέρα-δώθε των λιτριβαραίων.
(…) Τα παιδιά έτρωγαν για βράδυ στο λιτριβείο.Έτρωγαν; Τρόπς του λέγειν . Έφερναν από τα σπίτια τους , μια φέτα από το καρβέλι, μια σφελίδα και την έστηναν στη θράκα. Όταν κοκκίνιζε και από τις δυο μεριές , τη βουτούσαν στο αγουρόλαδο, την πασπατίζανε με χοντρό αλάτι και την έτωγαν.
Εκεί δίπλα στο καζάνι του λιτριβείου κουβέντιαζαν και άκουγαν τα ατέλειωτα παραμύθια της θείας Δημητρούλας για την αλεπού τη Μαρουλίτσα. Με το ζόρι τα τραβολογούσαν οι μάνες τους για το σπίτι.Ζεστά ακόμα από τη φωτιά του λιτριβείου κουκουλωνόντουσαν με τις βαριές βελέντζες για να κοιμηθούν.
Τσιμπιδάρος Βάσος, Μανιάτικες Αναμνήσεις
σελ. 146-150, Ιωλικός 2001
Όταν ερχόταν το πρώτο λάδι της χρονιάς από το λιτριβείο στο σπίτι οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τηγανίτες ή φούσκουρα ή κουταλίδες για να δοκιμάσουν το φρέσκο λάδι. Ήταν ένας χυλός με αλεύρι και νερό που τηγάνιζαν στο φρέσκο ελαιόλαδο και εύχονταν να έχουν καλή λαδιά. Φούσκαρα κερνούσαν όμως και όταν γεννιόταν κορίτσι και τα έτρωγαν με ζάχαρη , μέλι ή πετιμέζι.
Οι φώτο είναι από το βιβλίο : «Εικονοβίβλος της Μάνης» Γιάννης .Βουρλίτης.
Εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη. Γ.Π.Δημακόγιαννης
Για την Όμορφη Μάνη
0 Σχόλια