Εκείνα τα Χριστούγεννα αποφάσισαν οι δικοί μου να τα περάσουμε στη Μάνη.Βλέπεις ο παππούς και η γιαγιά είχαν μεγαλώσει αρκετά και ο πατέρας μου ήθελε να τα γιορτάσουμε μαζί τους διότι γνώριζε πως το πλήρωμα του χρόνου σιγά-σιγά έφτανε και για εκείνους.
Το ταξίδι μας ήταν δύσκολο καθώς ιδιαίτερα στην Τρίπολη συναντήσαμε χιόνια και ο δρόμος ήταν επικίνδυνα γλιστερός.Μετά το καθιερωμένο κολατσό στις Χρίσταινας , με το τοπίο να είναι χιονισμένο και το κρύο τσουχτερό συνεχίσαμε το ταξίδι.Πριν νυχτώσει ήμασταν στην Αρεόπολη.Κάτι λίγα ψώνια και
βουρ για το χωριό.Παρά το τσουχτερό κρύο ο παππούς μας περίμενε έξω στη ρούγα.Το ζαρωμένο και κατακόκκινο πρόσωπο του έλαμψε μόλις μας είδε.Οι αγκαλιές και τα φιλιά περίσσευαν σε αυτό το όμορφο και γλυκό συναπάντημα κι ας συνέχιζε το κρύο να είναι τσουχτερό και ο βοριάς να σου ξυρίζει το πρόσωπο, ενώ γύρω-γύρω η φύση ήδη είχε απλώσει το μαύρο πέπλο της και όπου και να κοίταγες έβλεπες θαρρείς ακανόνιστες σκιές από τα σχήματα των δέντρων.
«Καλώς ήρθατε κορωνάκια μου», βροντοφώναξε καμαρωτά. Ένα λυχνάρι φώτιζε το διάβα μας μέσα στην ψυχρή, χαμηλή καμάρα.Περνώντας την κοντή και στενή μεσόπορτα, με προσοχή μην χτυπήσουμε τα κεφάλια μας, φτάσαμε στο μεγάλο δωμάτιο όπου εκεί ήταν ο χώρος υποδοχής των φιλοξενουμένων!! Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχαν τα πάντα. Το ξύλινο σκαλιστό τραπέζι με τις ψάθινες καρέκλες, το μικρό μπαούλο, τα πολύχρωμα σκαμνάκια, η στόφα καθώς και η ξύλινη πιατοθήκη όπου η γιαγιά έβαζε όλα τα καλά της σερβίτσια.
Δεν άντεξα και έτρεξα να τη βρώ..!! Η γιαγιά ξεπρόβαλε από το πέτρινο κουζινάκι μέσα από μια ομίχλη από λευκό καπνό καθώς εκείνη την ώρα το τηγάνι ήταν σε πλήρη λειτουργία. Ενθουσιασμένη με έσφιξε στην αγκαλιά της. «Κοίτα κορώνα μου τι ζας έχω φτιάξει» μου είπε χαμογελαστή και γεμάτη ενέργεια. «Τηγανίδες που ζας αρέσουνε «ολοκλήρωσε την φράση της. Πραγματικά οι τηγανίτες (έτσι έχω μάθει να τις λέω εγώ) της γιαγιάς ήταν το κάτι άλλο.Σε λίγο έφτασαν και οι άλλοι και όλοι μαζί κατευθυνθήκαμε στο μεγάλο δωμάτιο.Η στόφα ήταν αναμμένη απλώνοντας στην καμάρα μια όμορφη γλυκιά ζεστασιά, ενώ η μυρωδιά από τα κούτσουρα τόνιζε την χωριάτικη ατμόσφαιρα μακριά από τα καλοριφέρ και τα αιρκοντίσιον της πόλης.Τρώγοντας τις υπέροχες τηγανίτες της γιαγιάς μαζί με μεγάλα κομμάτια από τυρί, εγώ τους χάζευα όλους μαζί αλλά και έναν έναν ξεχωριστά.Ο παππούς είχε καταπέσει. Το ζαρωμένο πρόσωπο του και το μαλακό δέρμα στα χέρια του μου μαρτυρούσαν πως ότι ήταν να προσφέρει σ΄αυτή τη ζωή το πρόσφερε και με το παραπάνω, αλλά πλέον δεν μπορεί άλλο κι ας το λέει η καρδιά του. Η γιαγιά αν και γεμάτη ενέργεια να μας εξυπηρετήσει, απλά ζόριζε τον εαυτό της καθώς τα χρόνια της γεμάτα βάσανα και σκοτούρες , γεμάτα αγώνες για επιβίωση μέσα σε ένα σκληρό τόπο, όπως αυτό της Μάνης, την είχαν ήδη καταβάλλει. Με έπιασε μελαγχολία.Σκέφθηκα ότι οι ώρες αυτές που ζω μαζί τους είναι μοναδικές.Ήθελα να τις ζήσω λεπτό προς λεπτό.Σκεφτόμουν πως ίσως τα επόμενα Χριστούγεννα δεν θα ήταν μαζί μας και οι ψάθινες καρέκλες τους θα ήταν κενές και άψυχες.
Κάτω από το φως ενός λυχναριού έκλεισα τα μάτια μου, αρκετές ώρες μετά, βυθισμένος στις σκέψεις μου, άλλοτε με χαμόγελο και άλλοτε με θλίψη, και το μόνο που με αποσπούσε, ήταν ο ήχος του βοριά που σφύριζε όλη τη νύχτα θυμίζοντας μου ότι ο τόπος που βρίσκομαι, είναι σκληρός και γαλουχημένος στις κακουχίες και στα αγρίμια της φύσης.
Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας ήταν Χριστούγεννα. Όλοι μαζί ,νωρίς το πρωϊ, πήγαμε στην εκκλησία. Στην επιστροφή μας με χαμόγελο και ψυχική ικανοποίηση ετοιμάσαμε το γιορτινό τραπέζι. Οι γυναίκες στην κουζίνα και οι υπόλοιποι, άλλος να φέρνει νερό από την γιστέρνα και άλλος να κόβει ξύλα για την στόφα και τη φωτιά στην κουζίνα που ήταν το τσουκάλι ,βοηθούσαμε να τελειώσουν όλες οι δουλειές.
Στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι το μεσημέρι προστέθηκαν και κάποιοι συγγενείς από τα διπλανά σπίτια. Ήταν πολύ όμορφα, μοναδικά. Τα γέλια και οι φωνές σκέπαζαν ακόμα και αυτούς τους ήχους του ανελέητου βοριά που δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτε.
Αργά το βράδυ ετοιμάσαμε τα πράγματα μας και ξεκινούσαμε για τον δρόμο της επιστροφής. Ο αποχαιρετισμός ήταν συγκινητικός. Ένα δάκρυ στα μάτια του παππού κύλησε φιλώντας μας. Ήξερε ότι η ζωή του θα έπαιρνε την γνώριμη μορφή της και οι μέρες από εδώ και στο εξής θα κυλούσαν με τον ίδιο βαρετό τρόπο, όπως ήταν πριν έρθουμε, πριν δει τα παιδιά του και τα εγγόνια του!! Η γιαγιά πιο ψύχραιμη ενθάρρυνε μέσα την θλίψη της όλους μας, προτρέποντας μας να μη στεναχωριόμαστε διότι κοντά είναι το Πάσχα και θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί σύντομα.
Το αυτοκίνητο απομακρύνονταν κι εγώ κοιτάζοντας στο πίσω τζάμι του, έβλεπα τον παππού σκυθρωπό να μας κοιτά.Οι όμορφες στιγμές των Χριστουγέννων που ο σκοτεινός πύργος με τις χαμηλές καμάρες του απέκτησε ζωή μέσα από τις φωνές και τα γέλια άνηκαν στο παρελθόν.
Τα χρόνια περάσανε και ο παππούς με την γιαγιά ξεκίνησαν το μακρινό ταξίδι χωρίς γυρισμό! Στη Μάνη δεν κατεβήκαμε ξανά για πολλά χρόνια. Ο πύργος ερήμωσε, οι καμάρες υγρές και αφιλόξενες πιά κόντευαν να πέσουν. Το μόνο που διέκρινες σε αυτές ,κάπου σε μια γωνίτσα τους, δίπλα από τα θρύψαλα της ξύλινης πιατοθήκης της γιαγιάς και στη σκουριασμένη στόφα, ήταν οι δυο ψάθινες καρέκλες που παρέμεναν κενές και άψυχες να τις κτυπάει αυτός ο ανελέητος βοριάς που, εκνευριστικά, παραμένει εκεί όσους αιώνες και αν περάσουν!!!
Για την Όμορφη Μάνη
0 Σχόλια