«ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΡΕΑΣ ΚΡΕΑ ΜΟΥ
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΑΝΑΠΗΔΑ
ΣΚΙΖΕΙ ΛΑΓΚΑ(Ι)ΔΙΑ ΚΑΙ ΒΟΥΝΑ
ΚΑΝΕΙ ΓΙΟΦΥΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΝΑ…«
Εδώ ο λόγος ο ποιητικός γίνεται χείμαρρος θρεμμένος από τον πόθο του ανεκπλήρωτου. Ένας τρόπος έκφρασης που φανερώνει το εσωτερικό ολοκαύτωμα του πενθούντος. Λόγια βαριά, λόγια υπερβολικά, φτιαγμένα μέσα στο θολωμένο από τη λύπη νου μιας γυναίκας αγράμματης, που αφουγκράζεται τη γλώσσα με όρους βιολογικούς.
Είναι τα περίφημα μοιρολόγια της Μάνης.
Η δημόσια εκδήλωση θρήνου στο
κατευόδιο του νεκρού, από γυναίκες του συγγενικού κύκλου.Οι ίδιοι οι Μανιάτες αποκαλούν το πανάρχαιο αυτό δρώμενο «κλάμα» και το θεωρούσαν ανέκαθεν τόσο σημαντικό, που η έλλειψη του παρήγαγε τη λαϊκή έκφραση «πήγε άκλαυτος».
Όταν μια ομάδα μαυροφόρων γυναικών ζυγώσει το φέρετρο, οι συγγενείς του εκλιπόντος λένε με τρόπο στον παπά «να πάει λίγο πιο πέρα».
Αρχέγονοι θεοί αντικαθιστούν τον χριστιανικό στη διαχείριση του πένθους και τώρα αναλαμβάνουν δράση οι δικές τους ιέρειες.
Κορυφαία του χορού είναι συνήθως μια απλή χωριάτισσα, συγγένισσα ή γειτόνισσα, που ΄χει όμως από παλιά λογαριασμούς με τα σκοτάδια, χαροκαμένη τρίδιπλα, από αρρώστιες , ορφάνιες και χηρέματα.Δίχως ποτέ να νοιαστεί από πούθε κρατά αυτό που κάνει, παίρνει την αρμόζουσα θέση στο προσκεφάλι του νεκρού κι αρχίζει να κουνιέται , πέρα δώθε, με τα μάτια ανάστροφα, μέχρι να βγάλει τον πρώτο στίχο.
Τι κάνει άραγε η «τρελή»; Παίζει θέατρο, τραγικό, με τον πόνο της οικογένειας; Η μήπως συντονίζεται με τις αναταράξεις των εγκάτων, με το ρευστό μάγμα, κι ότι άλλο συνιστά, κάμποσα χιλιόμετρα κάτω απ΄τα πόδια της, την αληθινή γεωγραφία του Κάτω Κόσμου;Ότι κι αν κάνει, το κάνει καλά!
Κατά βάθος το χαίρεται. Προσφέρει στο συγγενή τη μέγιστη συναισθηματική εκτόνωση. Τους κάνει, με το τραγούδι της το σπαραξικάρδιο, να κλαίνε χωρίς να ντρέπονται.Ξέρει και παραξέρει ποιές είναι ευεργετικές ιδιότητες του ομαδικού ξεσπάσματος και τις διαχειρίζεται με αξεπέραστη στιχουργική δεινότητα:
«Εκεί δεν είναι μαγαζιά,
δεν είναι καφενέδες
οι άσπροι μαύροι γίνουνται
κι οι ρόδινοι φλωμάτοι»
Οι μοιρολογίστρες είναι αμφίβολο αν σκέπτονται με όρους ορθολογικούς πριν ανοίξουν το στόμα τους. Μοιάζουν περισσότερο με τις αρχαίες Βάκχες, καθώς σπαράσσονται εσωτερικά φτάνοντας ως την ένταση του ξεμαλλιάσματος.
Γλείφοντας με τη μητρική τους γλώσσα την πληγή που προκαλεί στο κοινό αίσθημα η απώλεια, τραβώντας με βία τα νοήματα έξω από τις λέξεις, κι εμφορούμενες από ποιητικό οίστρο στα όρια του δαιμονισμού , δεν χαρίζονται σε κανέναν.Ούτε καν σ΄αυτόν που αποδήμησε. Έτσι δεν διστάζουν να μεταχειριστούν στη στιχουργική τους εκφράσεις αφοπλιστικής ειλικρίνειας για το ποιόν του όπως:»ήσουν τσιφούτης Γιώργη μου» ή «σ΄έφαγε μαύρε το ποτό».
Από την άλλη δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιούν τον νεκρό ως αγγελιοφόρο μηνυμάτων του Πάνω κόσμου προς τον Κάτω, καθώς του αναθέτουν να «μεταφέρει» στους προγόνους νέα της οικογένειας.
Σύμφωνα με την ανθρωπολόγο Νάντια Σερεμετάκη ( «Η τελευταία λέξη» εκδ. Λιβάνη) , το μοιρολόϊ είναι μια αυτοσχέδια σύνθεση τονισμένων οκτασύλλαβων, εστιασμένη στη βιογραφία του εκλιπόντος. Η δομή του διαφοροποιείται τόσο από τα πιο εγκόσμια εθνικά δεκαπεντασύλλαβα των δημοτικών τραγουδιών όσο κι από τον έμμετρο λόγο της εκκλησίας.
Κάτι άλλο που παρατηρεί η Σερεμετάκη είναι η εκλεκτική συγγένεια του μοιρολογιού με τον διάλογο που εξυφαίνεται στην αρχαία τραγωδία: Σε αντίθεση με τον Πλατωνικό διάλογο, η αρχαία ελληνική τραγωδία προτάσσει την παραστασιακή διαλεκτική- η τραγωδία δηλαδή δεν είναι ρητορικό διάβημα, οι διάλογοί της δεν είναι μια απλή συνομιλία μεταξύ ίσων, είναι μια ανάκριση της Πόλης, είναι κριτική που συμβαίνει στον δημόσιο χώρο, είναι δηλαδή μια διαδικασία συμμετοχική. Το ίδιο συμβαίνει και στο μανιάτικο μοιρολόϊ.
Η τελετουργία του θανάτου, ο θρήνος των γυναικών πάνω από τον σκοτωμένο πατέρα, αδερφό ή σύζυγο, παράγει και αναπαράγει μια πειθώ εξωθεσμική μεν αλλά πανίσχυρη. Θεμελιωμένη πάνω στην ηθική του πόνου και του συναισθήματος.
Το μοιρολόϊ της Μάνης, σημειώνει η γνωστή ανθρωπολόγος , δεν ήταν ποτέ απλά μια εκφραστική και στιγμιαία διαδικασία. Είχε παρεμβατική δύναμη στη δημόσια ζωή. Είναι ο τόπος στον οποίο νομιμοποιείται ο λόγος. Και ο λόγος εκεί, ο αυτοσχεδιαστικός, ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των γυναικών, οι οποίες τον μετέτρεψαν σε διάλογο μέσω της αντιφώνησης. Και ο διάλογος αυτός επικυρωμένος από τη δημόσια αποδοχή του, ήταν ικανός να αμφισβητήσει την ισχύουσα τάξη πραγμα΄των και να την αλλάξει:
«Μια Λαμπρή πρωϊ πρωϊ […]
μου ΄ρθε ο Νικόλας στο μυαλό
πώλειπ΄από το σπίτι μας
χρόνους κλειστούς δεκαοχτώ
κι είταν ακόμη αγδίκιωτος
γιατ΄είπαν τα παιδιά μικρά
κι εγώ τα χαϊδανάσταινα
να μεγαλώσουν γλήγορα,
να πάρουνε το δίκιο τους,
το δίκο του πατέρα τους»
Το παραπάνω μοιρολόϊ μυρίζει μπαρούτι. Οι Μανιάτισσες δεν είναι ρομαντικές πυργοδέσποινες που περιμένουν έφιππα πριγκιπόπουλα. Ούτε αρκούνται σε μεταφυσικές παρηγοριπές για τόπους χλοερούς «ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός».Στην ποιητική τους, έχουν πλήρη συνείδηση του οριστικού αφανισμού που προκαλεί ο θάνατος.
Στο δείγμα που ακολουθεί η μοιρολογίστρα κάνει μια σύντομη δοκιμή στο 15σύλλαβο, προτού μπει για τα καλά στη θρηνωδία των οκτασύλλαβων:
«Σαρανταπέντε λεημονιές
στον άμμο φυτρωμένες
δίχως νερό, δίχως δροσιά
και πάλι δροσισμένες
και μια δική μου λεημονιά
και με νερό και με δροσιά
και πάλι μαραμένη;»
Δεν περιμένει βέβαια απόκριση από κανέναν και κορυφώνει την έκφραση του καημού της, αναζητώντας τι άλλο; την κάθαρση:
«Άκου το, άκαρπο δεντρί
μέλισσα δίχως μέλι
πόφυγες απ΄το σπιτι σου
σαν άρογο κοπέλι…
Αι Κατερίνα χήνα μου
ακριβοθυγατέρα μου
τ΄ήτανε τούτο πόκαμες
άφκες μπαούλα και προικιά
θα βάλω ξύλα και φωτιά». (Σοφία Σκοπετέα: Τα Μανιάτικα Μοιρολόγια Αθήνα 1972, σελ. 26)
Για την Όμορφη Μάνη
0 Σχόλια