Θυμάμαι, μας άφηνε το λεωφορείο της γραμμής στην Αρεόπολη.Με αυτούς τους δρόμους που να φτάναμε στο χωριό μας.Το λεωφορείο δεν πήγαινε πιο πέρα.
Ειδοποιούσαμε λοιπόν τον Μήτσο τον Κουράκο με το ταξί και μας έπαιρνε μαζί με την πραμάτεια μας να πάει στο χωριό.
Μόλις φτάναμε η γιαγιά έξω στην πόρτα μας περίμενε και το πρόσωπο της έλαμπε!!
-Καλώς τα κορωνάκια μου, πόσο μου λείψατε βρε;
Τα φιλιά έδιναν και έπαιρναν! Η γιαγιά ήταν όπως την
είχαμε αφήσει.Καμαρωτή , περήφανη, σωστή αντρογυναίκα.Το τσεμπέρι από το κεφάλι της δεν το έβγαζε ποτέ.»Τι λόξα και αυτή» αναρωτιόμασταν κρυφά σαν παιδιά που ήμασταν.-Να ζας ε φτιάξου πιττάρια που ξέρω ότι ζας αρέσουνε;Μας ρώτησε!
Σιγά που θα λέγαμε όχι, άλλωστε ξέραμε ότι ήταν η σπεσιαλιτέ της!
-Φτιάξε γιαγιούλα, της απαντήσαμε!
-Πάμε στο δωμάτιο να φτιάσετε τα πράγματα ζας και έπειτα θα τα φτιάξου, μας είπε!
Σκυφτά περάσαμε από το ένα κατούϊ στο άλλο. Καθώς ήταν σκοτεινά- ένα μικρο παραθυράκι ίσα που φώτιζε το δωμάτιο- η γιαγιούλα είχε φροντίσει να είναι αναμμένες οι λάμπες.
Άνοιξε την μεγάλη ξύλινη ντουλάπα, έβγαλε τις φλοκάτες, έστρωσε τα κρεβάτια και στο μικρό σκαλιστό ξύλινο μπαούλο έβαλε τα ρούχα μας.
Το δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο και εντυπωσιακό. Η μικρή πέτρινη σκαλίτσα στη γωνιά της καμάρας οδηγούσε στους απάνω ορόφους.Η γιαγιά το έλεγε «καταρράκτη».Έτσι όπως ήταν δομημένο έμοιαζε με καταρράκτη.Είχε μικρά πέτρινα σκαλάκια , ίσα για να πατάς να ανέβεις με πολύ προσοχή και κατέληγε σε απότομη κλίση.Η ξύλινη κορνίζα του παππού δέσποζε στον τοίχο στην μέση του δωματίου.Το λυχνάρι κρεμασμένο σε μια γωνία του δωματίου πάνω σε μια μεγάλη πρόκα ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το πρώτο βράδυ μας στο χωριό.
Πήγαμε στην κουζίνα.Ένα μικρό πέτρινο καμαράκι που δύσκολα χωρούσαν τρία άτομα. Η μεγάλη στόφα στη μέση περιόριζε την κάθε σκέψη για περισσότερο των δυο ανθρώπων μάζωξη σε αυτό το δωματιάκι.Ντουλάπια δεν είχε , το μεγάλο αγκωνάρι του παραθύρου το χρησιμοποιούσε για να βάζει τα πιάτα της και τα σερβίτσια.Κάτι ράφια αυτοσχέδια ανάμεσα στις πέτρες των τοίχων χρησίμευαν για τα υπόλοιπα πράγματα της κουζίνας.
Ζητήσαμε την άδεια της ,ενώ ήδη είχε ανάψει φωτιά για να μας φτιάξει τα πιτάρια, να βγούμε έξω στην αυλή.
Βγήκαμε και θαυμάσαμε το τοπίο. Ψηλά και ανατολικά όσο έφτανε το μάτι μας διακρίναμε στην κορυφή του βουνού (σαγγιά το λένε) την Άγια Πελαγιά. Δυτικά το επιβλητικό βουνό των κυνηγών η Άνω Πούλα. Τι θέαμα αλήθεια; Από ψηλά που είμαστε διακρίνουμε όλη την πεδιάδα με τα δεκάδες χωριουδάκια που ξεχωρίζουν από τους επιβλητικούς πύργους τους.Η φύση άγρια στο μάτι αλλά με απόλυτη ηρεμία και ησυχία σου δίνει την αίσθηση ότι σε βλέπει που την κοιτάς και βάζει τα καλά της για να την καμαρώνεις.
Ο κήπος της γιαγιάς κι αυτός πανέμορφος. Διακοσμημένος με πιθάρες που τις γεμίζει νερό από την γηστέρνα (στέρνα) για να ποτίζει τα λουλούδια της.Τα έχει φυτέψει σε μια αλτάνα σε μια γωνία του κήπου. Που λουλούδια στη Μάνη; Κάποιες μαργαρίτες την άνοιξη και μέχρι εκεί.Στην άλλη άκρη του κήπου η γιαγιά έχει τοποθετήσει μια μεγάλη πέτρινη γούρνα για να πίνουν νερό οι γάτες του χωριού που κάθε μέρα περνούν από τον κήπο για να τις ταϊσει.
Στο βάθος τι άλλο; ατέλειωτες φραγκοσυκιές! Μαζεύει τον Σεπτέμβρη τους καρπούς τους και τους στέλνει σε όλα τα παιδιά της στη μεγάλη πόλη, όταν οι δουλειές τους δεν τους αφήνουν να κατέβουν στο χωριό.
-«Θα έρθετε να φάτε ή θα χαζεύετε εκεί πέρα;» ακούγεται κάπως επιτακτικά αλλά πολύ γλυκιά η φωνή της!
«Γιαγιούλα ερχόμαστε», της απαντάμε λαχταρώντας να φάμε τα πιττάρια που μας έφτιαξε με τα χεράκια της.
Πήγαμε στο μεγάλο δωμάτιο. Αυτό είναι για όλα. Για χαρές, για λύπες, για επισκέψεις, για συζητήσεις. Εδώ έβγαιναν πολλές από τις αποφάσεις της οικογένειας. Αρχηγός όταν ζούσε ήταν ο παππούς. Μάζευε τα παιδιά του κουβέντιαζε και είχε το τελευταίο λόγο.Όποια απόφαση έβγαζε ο παππούς ήταν συμβόλαιο.Δεν είχε το δικαίωμα να την αμφισβητήσει κανείς.
…δίπλα στο μεγάλο τζάκι η γιαγιά μας έβαζε ζεστά και ξεροψημένα τα πιττάρια μαζί με μεγάλα κομμάτια από τυρί.
Η νύχτα ήδη στο χωριό είχε απλωθεί. Κάποιες ψιλές σταγόνες βροχής ακούγονταν από τους τσίγκους της σκεπής μια αποθήκης που είχε ο διπλανός.
Σε λίγο η γιαγιά θα μας έλεγε ιστορίες με πειρατές στη Μάνη, για τις διάφορες βεντέτες, για την μανιάτισσα αγωνίστρια με το δρεπάνι, τα μάτια μας σιγά-σιγά θα έκλειναν και κάτω από το άγρυπνο φως του λυχναριού θα πέφταμε για ύπνο!
Μετά από πολλά χρόνια η γιαγιά δεν υπάρχει. Το λυχνάρι με την είσοδο του πολιτισμού δεν άναψε ποτέ ξανά και ιστορίες με πειρατές δεν διηγείται πια κανείς…!!!
Στο χέρι μας είναι, εμείς που τα ζήσαμε να κρατήσουμε ψηλά την φλόγα της παράδοσης και να την παραδώσουμε στους νεώτερους, ώστε η κάθε γιαγιά να βλέπει ότι έπιασαν τόπο οι ιστορίες και τα παραμύθια της.
Για την Όμορφη Μάνη
0 Σχόλια