Ο πειρατής Νικολός Σάσσαρης έζησε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.Ήταν Μανιάτης και προερχόταν απ΄τον ισχυρό κλάδο των Φελουριάνων-Κάρλων, οι οποίοι είχαν στενούς δεσμούς με την πόλη Σάσσαρι της Σαρδηνίας.Έδρασε στην περιοχή του Μεζάπου και έγινε γνωστός από το μοιρολόϊ του, που τραγουδιέται ακόμα στη Μάνη, το Μοιρολόϊ του Κουρσάρου.Ο Σάσσαρης είχε βεντέτα με τους
Μαυρομιχαλαίους, εξαιτίας της οποίας καταστράφηκε μέρος του πύργου του.Ονομαζόταν Μονόφθαλμος, επειδή είχε χάσει το ένα του μάτι σε πειρατική συμπλοκή.Είχε το κρησφύγετο του στο Μέζαπο, συνήθως κούρσευε μόνος , και το πλοίο του, το οποίο έφερε ρωσική σημαία, λεγόταν Ζαργάνα.Από την πειρατική δράση του Νικολού Σάσσαρη λίγα περιστατικά έχουν γίνει γνωστά.Έδρασε κυρίως στα Κύθηρα και στα νερά της Μάνης, και δεν εξαιρούσε καμία εθνότητα από τις επιθέσεις του.Έχασε τη ζωή του σε μια συμπλοκή με τουρκική φρεγάτα στα τέλη του 18ου αιώνα.Το Μοιρολόϊ του Κουρσάρου
Λάλησε ο κούκος στα βουνά
κι ο Νικολός στα πέλαγα.
Μια σκόλη και μια Κυριακή,
που την μπρατσέρα αρμάτωσε,
τα παλικάρια σύναξε
και πάει κουρσάρος για κουρσιά
να γδύσει τη φτωχολογιά.
Μια φτωχοπούλα ήμουν κι εγώ,
κι απέκει θέλησε ο θεός,
κι έγινα καπετάνισσα
και πρώτη Σασαριάνισσα.
Μα κείνος δεν μ΄αγροίκησε
του κεφαλιού του έκαμε
και εδιάει στους κουρσούς για κουρσιά
να γδύσει τη φτωχολογιά.
Και μες στο πισωγύρισμα
κει που είναι τα βαθιά νερά
σμίξανε κι απαντέθηνα
μ΄ένα καράβι τούρκικο.
Κανένας δεν εμίλησε, δεν ήξεραν τη γλώσσα τους.
Ο κατάμαυρος ο Νικολός,
που ήξερε τη γλώσσα τους
εβγήκε και αποκρίθηκε.
Του ρήξανε μια μπαταριά
κι εδιάει κάτου στη θάλασσα,
κι όλους τους ελαβώσασι.
Μια σκόλη και μια Κυριακή
λούζο μου κι’ εχτενίζομου
στο πανεθύρι εκάθομου
με το (γ)καθρέφτη στην (μ)ποδιά
με το φηλυκουλάκι μου
κι ετήραζα τα πέλαγα,
τήραζα κατηφοριακά
κάτου κατά τη θάλασσα,
μην έρχεται η μπρατσέρα μας.
Και μια μπρατσέρα ανάντιασε
μαύρα ήτα τα πανιά της
βαμμένα τα κουπιά της,
κι οι ναυτές, που αγναντέψανε,
μαύρα είχανε τα φέσια τους.
Όσο να λουσοχτενιστού
τη σκάλα για να κατεβού,
γιόμισε η μάντρα κι η αυλή
μα ο Νικολός δεν ήτα κεί.
Στεριώθηκα στα γόνατα
ξέπλεξα τα ξανθά μαλλιά,
το μοιρολόϊ να του που.
Όλοι καλώς ορίσατε,
καλό στους καλωσήρθατε
καλό στους του κουνιάδου μου,
και που ναι ο μαύρο-Νικολός,
και πουθε τον αφήκατε
και τον απαρατήσατε
τον ειδικό μου σύντροφο
-Για σώπα νύφη Νικολού
και τήραξε τριγύρω σου..
Άλλοι κουτσοί κι άλλοι στραβοί,
κι όλοι είμαστε σημαδιακοί..
Μόνο ο κουνιάδο μου να ζει
να κάτσει στο χρυσό σκαμνί
και στη μπρατσέρα τη χρυσή,
όπου εκαθότου ο Νικολός
Κι αυτός ας πάει στο καλό…
Από το βιβλίο «Πειρατεία στη Μάνη και στη Μεσόγειο».Κατερίνα Καριζώνη.Λεωνίδας Γουργουρίνης.Χάρης Γιανόπουλος.
Εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη. Γ.Π.Δημακόγιαννης
0 Σχόλια