Κείμενο : Βίκυ Κατσαρού
Γύθειο.
Εδώ αναπαύονται όλες μου οι σκέψεις. Εδώ ησυχάζουν το μυαλό και η καρδιά μου. Εδώ είναι η πατρίδα μου. Εδώ βρίσκομαι εγώ και η ψυχή μου. Εδώ σωπαίνουν όλα. Εδώ παύουν οι φόβοι, παύουν τα πάντα. Εδώ είμαι εγώ και γεμίζω αγάπη και ανακούφιση
καθώς ακουμπώ το χέρι μου στην κουπαστή της ταβερνούλας και κοιτάζω το απόλυτο μαύρο.Την απόλυτη νύχτα, αβυσσαλέα να καταπίνει τα πάντα σε ένα πηχτό σκοτάδι, με τον φλογισμένο δίσκο του φεγγαριού, κόσμημα θαρρείς αρχαιοελληνικό, να κρέμεται στο μαύρο στερέωμα. Συγκλονιστική η πανσέληνος στο Γύθειο. Βλέπεις ένα αδιαπέραστο μαύρο και στο κέντρο αυτού του χαοτικού ουρανού να φαίνεται μόνο ένα πύρινο φεγγάρι, ούτε καν το σημείο επαφής του ουρανού με τη λακωνική θάλασσα. Μπροστά σε ένα τέτοιο θαύμα ομορφιάς, άγριας ομορφιάς, γιατί η Μάνη υπόσχεται μόνο άγρια ηλιοβασιλέματα, τραχιά, γοητευτικά και απόκοσμα, δεν μπορείς παρά να μη λιώσεις στα εκατομμύρια κομμάτια της ύπαρξής σου και να βουλιάξεις.
Πρόκειται για μια θαλασσινή πολιτεία. Αυτό είναι το Γύθειο. Μια θαλασσινή πολιτεία, με τα σπιτάκια να γλιστράνε αρμονικά στη θάλασσα. Μόλις ο ταξιδιώτης βρεθεί στο Γύθειο, θα αντικρίσει ένα σιωπηλό, γραφικό ψαροχώρι, να περιβάλλεται από έναν ουρανό διάφανο γαλάζιο, κεντημένο από εξίσου διάφανα σύννεφα, ντυμένο την αχλή ενός πολύ σημαντικού αρχαίου πολεμικού λιμανιού, τώρα πια να αναπαύεται στα σμαραγδιά του χρώματα και στην αρμονική του αρχιτεκτονική. Κι όταν φεύγει το σκοτάδι κι έρχεται η μέρα, αν είσαι τυχερός και ξυπνήσεις πρωί πρωί, θα δεις ένα Γύθειο να τινάζει από πάνω του τη ραστώνη του γλυκού ύπνου, θα νιώσεις πληρότητα και ενότητα με την Πηγή των πάντων, καθώς οι γλάροι κι άλλα πουλιά θα κρώζουν αναγγέλοντας ότι μια νέα μέρα, μια νέα ευκαιρία ξεκινά.
Η Βίκυ Κατσαρού ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι διορθώτρια κειμένων, blogger και ενίοτε μεταφράστρια. Κείμενά της κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Όνειρό της κάποτε είναι να επιστρέψει στο Γύθειο.
Αυτό είναι το Γύθειο που αγάπησα, η «χώρα» που φαντάζομαι πως κάποτε επιστρέφω. Αυτό είναι το Γύθειο με τα νεοκλασικά του σπίτια, τις κεραμιδοσκεπές, το βουνό «Ακούμαρο» να ριζώνει στο λιμάνι του, οι στενές ανηφοριές με τα σκαλάκια, και το νησάκι στολίδι του Γυθείου, η Κρανάη με τον πύργο Τζανετάκη και το πευκόδασος που σμίλεψαν ο ήλιος και ο αέρας, όπου κατά τον Όμηρο κατέφυγαν ο Πάρις και η Ελένη, εκεί έζησαν τον έρωτάς τους, εκεί ενώθηκαν και φεύγοντας ο Πάρις ξέχασε το κράνος του.
Πόσες φορές κι αν φαντάστηκα τη ζωή μου στο Γύθειο, σε αυτό το ρομαντικό λιμανάκι, με τις οικογένειες και τα ζευγάρια να σεργιανίζουν κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, το ευγενικό προσωπικό από τις ταβέρνες, που κάθε φορά με ρωτούν εμένα, το κορώνι τους όπως με αποκαλούν, αν ξεκουράστηκα, αν ηρέμησα, αν χόρτασα για να επιστρέψω στην Αθήνα και «μη στεναχωριέσαι, κορώνι μου, πάλι κοντά μας θα ‘σαι», τους ψαράδες να φτιάχνουν τα δίχτυα τους και να ρεμβάζουν στις βάρκες τους.
Πόσες φορές φαντάστηκα τη ζωή μου εκεί, κι άλλες τόσες να κάθομαι να πίνω καφέ καθώς ξημέρωνε, να βλέπω τη βροχή να αγκαλιάζει το Γυθειάτικο λιμανάκι, τον Φάρο στη Κρανάη, τον φιλότιμο κόσμο, το φτωχό και τόσο πλούσιο σε συναισθήματα και εικόνες Γύθειο.
0 Σχόλια