…Ένα γαλάζιο , ηλεκτρισμένο σύννεφο σκέπασε τις κορφές του Ταϋγέτου.Οι κοιλάδες αντηχούσαν απ΄τις υπόκωφες βροντές και μερικές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν , γοργοχτυπώντας, στα ζεστά σανίδια του καταστρώματος. Μια υποψία ουράνιου τόξου κρεμάστηκε για ένα λεπτό στον ουρανό, για να χαθεί λίγο αργότερα. Η διάρκειά του ήταν τόσο μικρή που ίσως δεν θα το είχα παρατηρήσει αν δεν μου το ΄δειχνε με το δάχτυλο της μια γυναίκα που κάθονταν δίπλα μου στον πάγκο. «Κοίτα!!» έκραξε, μια ¨σουσουμπάμπα!!»Σουσουμπάμπα; Ποιά ήταν η σημασία αυτής της αινιγματικής τετρασύλλαβης λέξης; Σημάδεψε στην ίδια κατεύθυνση, στον αέρα, ακόμα μια φορά.Μήπως σημαίνει ουράνιο τόξο;«Ξέρ΄εγώ παιδί μου;», είπε, «σουσουμπάμπα το λέμε επαδά»!Την τελευταία καινούργια λέξη μάλλον την βρήκα!! Έχει την ομοιότητα με τη λέξη επαέ, ή επά που την συναντάμε στην Κρήτη.
«Όταν βρέχει και λάμπει ο ήλιος « είπε μια άλλη γριά, δείχνοντας κατά το μέρος που είχε χαθεί το ουράνιο τόξο, «παντρεύονται οι φτωχοί».Μερικούς μήνες πριν -κάπου αλλού- είχα ακούσει κάτι παρόμοιο: «Όταν βρέχει κι ο ήλιος λάμπει παντρεύονται οι αλεπούδες»!!! Μαγεύτηκα όταν το είχα ακούσει αυτό διότι στην Αγγλία που έζησα σαν παιδί, το ίδιο ήπιο μετεωρολογικό φαινόμενο ονομάζεται «ο γάμος μιας αλεπούς»!!
Με περιέργεια ρώτησα τη γριά, που κάθονταν δίπλα μου, αν ποτέ ο αλεπούδες παντρευόντουσαν στη Μάνη με ήλιο και βροχή.«Όχι», είπε «μόνο οι φτωχοί». Τι κρίμα σκέφτηκα!!! Ναι αλλά τι συμβαίνει με το επαέ;
Όπως, όμως το σύννεφο γεννήθηκε απ΄το τίποτα, κλωθογυρίζοντας παράξενα, έτσι μίκρυνε πάλι, ζάρωσε και τελικά εξαφανίσθηκε μην αφήνοντας τίποτε πίσω…τίποτε έξω από ένα τρίπτυχο γλωσσικό κι εθνολογικό αίνιγμα!
Οι δυτικές πλαγιές της Μάνης εγκαταλείφθηκαν ακόμα μια φορά στην κενότητα της ερημιάς τους. Ο Ταϋγετος κυλά από κορφή σε κορφή μέχρι τη νοτιότερη άκρη, σαν ένας τεράστιος ανοιχτόφαιος όγκος, που τίποτα δεν διακόπτει τη μονοτονία του.Τίποτα έξω απ΄τις μπερδεμένες στριφογυριστές ακατανόητες πτυχές από στρώματα που υψώνονται παράξενα στον ουρανό.
Νίκος Καζαντζάκης |
«Έχετε ακούσει για έναν συγγραφέα που τον λένε Καζαντζάκη;», ρώτησε ο καπετάνιος.Ζούσε σε μια καλύβα σ΄αυτό το ακρωτήρι, για δυο χρόνια, τον καιρό που διεύθυνε ένα μικρό λιγνιτωρυχείο ακριβώς εκεί πάνω.Απέτυχε, μα έγραψε ένα βιβλίο γι αυτό…ξεχνάω το όνομα του…που αρχίζει από Ζήτα…(Αυτά συνέβησαν πριν απ΄τις μέρες των κινηματογραφικών έργων για την Ελλάδα).»Ήταν απ΄την Κρήτη»!
Δέσαμε για πέντε λεπτά στην άκρη ενός μώλου που προχωρούσε μέσα στον κόλπο, μέσα από μια ζούγκλα ροζ πικροδάφνες. Στο καφενείο του μουράγιου είχαν μαζευτεί, κάτω απ΄τους ίσκιους που έδιναν σκιάδα κ΄οι μουριές, οι πρόσχαροι κάτοικοι της Στούπας. Πέρα, πλάϊ στην αμμουδερή ακτή, μπροστά από ένα σκηνικό λιόδεντρων και ψηλών κυπαρισσιών, ήταν χτισμένη μια σειρά από μερικά πέτρινα σπίτια. Ήταν ένα χαριτωμένο λιμάνι, μεγάλης ομορφιάς, αλώβητο ακόμα απ΄το τσιμέντο ή την άσφαλτο, αυτούς τους δύο διαφθορείς της Ελληνικής ομορφιάς.
Τρεις πάπιες εγκαταλείποντας το φυσικό τους γλυκό νερό, κολυμπήσανε δίπλα στο καϊκι. Πέντε αγόρια οδηγούσαν τα μουλάρια στα βαθειά καβαλώντας και πηδώντας απ΄τις ράχες τους.Πίσω απ΄το μουράγιο, σ΄έναν απότομο μοναχικό κομένο κώνο τυλίγονταν σαν έλικες τα υπερμεγέθη πλευρά της αρχαίας ακρόπολης των Λεύκτρων. Όταν σηκώναμε πάλι την άγκυρα , ο καπετάνιος έδειξε πάνω απ΄την πλώρη: «Βλέπεις αυτόν τον κύκλο ήσυχου νερού;» ρώτησε,» Αν έριχνες έναν κουβά θα μπορούσες να πιείς απ΄αυτό…Σ΄όλο το μήκος αυτής της ακτής, υπόγεια ρεύματα γλυκού νερού, αναδύονται απ΄την ακτή, παγώνοντας ξαφνικά τον αμύητο κολυμβητή μέχρι το κόκκαλο. από τους λόφους ο κύκλος γλυκού νερού φαίνεται να λάμπει σαν ένα προπολεμικό δεκάρικο».
Πύργος Χρηστέα Φωτό Όμορφη Μάνη |
Κάθε τόσο φύτρωνε απ΄τους ζεστούς σχιστόλιθους στην άκρη της θάλασσας, μια μικρή κοινότητα, με παράξενο όνομα:Σελίνιτσα, μετά ο πύργος των Χρηστέα, που έμοιαζε με τη Βαστίλλη και μετά Τραχήλα, Χοτάσια, Αρφίνγκια. Μικροί πύργοι, με κιγκλιδωτά παράθυρα και κυκλικούς πυργίσκους στις γωνιές, δέσποζαν πάνω από μια προεξοχή στη θάλασσα που σχημάτιζε μια ασβεστωμένη προκυμαία.
Οι προεστοί του χωριού (που ανάμεσα τους ξεχωρίζει κανείς πάντα το μαύρο καλυμμαύκι ενός παπά) κάθονταν πίνοντας τον καφέ τους, πάνω στο πεζούλι, χτυπούσαν τις χάντρες του κομπολογιού τους και κοίταζαν την φασαρία απ΄το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα.
Σακιά αλεύρι που ήταν στοιβαγμένα, ανάμεσα στις αλυσίδες της άγκυρας του καϊκιού , φορτώθηκαν στα μουλάρια που περίμεναν. Με τις φωνές και τα δυνατά χτυπήματα των μουλαράδων έπαιρναν τον δρόμο, μέσα από ξεριάδες, για τα κουρνιασμένα ψηλά ή αθέατα χωριουδάκια της ενδοχώρας. Αυτά τα μεσόγεια χωριά ήταν σκορπισμένα σε κράσπεδα ψηλά στη βουνοπλαγιά, σε έναν μακρύ τυχαία σχεδιασμένο αστερισμό: η Λιασίνοβα, με τον ψηλό κεντρικό τρούλλο με τις καμάρες της εκκλησιάς, μετά τα ψηλά Τσέρια κ΄η αρχή ενός δάσους που χωρίζονταν με βαθύ χάσμα του σκιερού Εξωχωρίου-η πολεμόχαρη Ανδρούβιστα των χρονικών, ο μικρός Λάκκος, μετά οι εκκλησίες της Γούρνιτσας και του Πετροβουνίου που απαντάει η μια στην άλλη κοιλάδα , ακολουθεί το όμορφο χωριό Προάστειο που ξεχωρίζει , από κάτω, μόνο απ΄τις σειρές των κυπαρισσιών του, που κουρνιάζουν σε ένα πλάτωμα από πορώδεις πέτρες και γεμίζουν με ενεργητικότητα τους χωριανούς που, κάποτε, πριν απ΄την παρακμή της παράκτιας γραμμής, ήταν περίφημοι καραβομαραγκοί και που τώρα πολλοί απ΄αυτούς είναι επιδέξιοι χτίστες.
Δυτικές ακτές Έξω Μάνης. Φωτό Όμορφη Μάνη |
Πιο πέρα , ακόμα πιο ψηλά ήταν κουρνιασμένη η Σαϊδώνα, μια κατεστραμμένη αϊτοφωλιά , που οι κάτοικοί της αποδεκατίστηκαν, τα σπίτια της κάηκαν κι έγιναν στάχτη , απ΄τα εχθρικά αντίποινα στις μαύρες ημέρες της κατοχής .
Πιο κάτω ο καπετάνιος έδειξε κάτι, σαν ένα μικρό μοναστήρι τριγυρισμένο απ΄ένα δασάκι ψηλών κυπαρισσιών, «Εκεί», είπε «κάτι έξυπνοι δικοί μας προσπάθησαν να σκοτώσουν τον μεγάλο Κολοκοτρώνη το γέρο του Μοριά! Έβαλαν φάρμακο στο κρασί του. Αλλά πιο έξυπνος αυτός τους πήρε πρέφα και τ΄άδειασε.Τι τράβηξε αυτός ο άνθρωπος! Δεν είμαστε εν τάξει …για σκέψου , παιδί μου! αν το πετύχαιναν ίσως δε θα ήταν η Ελλάδα ελεύθερη σήμερα…!!!
Πάτρικ Λη Φέρμορ » Μάνη» σελίδα 79-80 Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
Όμορφη Μάνη
Το άρθρο αυτό διαβάστηκε από:
0 Σχόλια