Λαβωμένη από τη τραγική δοκιμασία της περιόδου 1940-1950 η Μάνη και η Ελλάδα θα προσπαθήσει με βραδείς ρυθμούς να ορθοποδήσει και κινηθεί.Αδήριτη ανάγκη ήταν η επέκταση του ασήμαντου άλλωστε οδικού δικτύου. Ένας δρόμος, όλος κι όλος υπήρχε προπολεμικά από Γύθειο ως τον Πύργο Διρού. Πεζοί και με τα γαϊδούρια πήγαιναν οι Μανιάτες στην Αρεόπολη ή το Γύθειο ακόμη ως το 1960 και ίσως το 65΄.Όχι βεβαίως όλοι αλλά αρκετοί. (Η απόσταση από την Αρεόπολη ως το Γύθειο καλύπτεται από τον πεζοπόρο σε 4 ώρες ).
Περί το 1953-54 ξεκίνησε η διάνοιξη του δρόμου από Λιμένι προς Τσίπα, από Πύργο Διρού προς Κίττα και από Ξυφαριάνικα Αρεόπολης προς Κάβαλλο και Κότρωνα.Με τον τελευταίο δρόμο η προσηλιακή Μάνη, που ανήκε στην επαρχία Γυθείου, συνδέθηκε με τη πρωτεύουσα της επαρχίας της (Γύθειο), δια μέσου της πρωτεύουσας (Αρεόπολης) μιάς άλλης επαρχίας (εκείνης του Οιτύλου) αν και η διαδρομή προς Σκουτάρι και εκείθεν προς Κότρωνα από Χωσιάρι Γυθείου και πιο βατή ήταν στο μεγαλύτερο μέρος και ασυγκρίτως συντομότερη αλλά και είχε καταστεί αμαξιτή οδός από το 1926 ως το Σκουτάρι (ΠΔ της 5-3-1926, ΦΕΚ 87 Α/9-3-1926).
Έτσι οι χερσαίοι αυτοκινητόδρομοι θα καθιστούσαν την Αρεόπολη σταυροδρόμι όλης της Μάνης με πρόσβαση όχι μόνο προς Γύθειο και Αθήνα ή την αποσκιερή Μάνη αλλά και προς τη προσηλιακή και την έξω με κατεύθυνση προς την Καλαμάτα, με την οποία η σύνδεση θα πραγματοποιείτο περί το 1964.
Οι συγκοινωνίες και οι μεταφορές βαθμηδόν βελτιώθηκαν. Λεωφορεία και φορτηγά, αρχικά πολύ αραιά, έφθαναν στην Αρεόπολη και οι θαλάσσιοι δρόμοι προοδευτικά θα έπαυαν να χρησιμοποιούνται και θα έχαναν την σπουδαιότητα τους.Άμεση συνέπεια ήταν η Τσίπα και τα άλλα λιμάνια να παραγκωνισθούν και μαραζώσουν.Μια θερινή κατασκήνωση που λειτούργησε για μερικά χρόνια στη Τσίπα δε κατάφερε να αναζωογονήσει.
Η Αρεόπολη ανεδείχθη σε εμπορικό και οικονομικό κέντρο όλης της νότιας Μάνης. Και άλλα μαγαζιά προστέθηκαν, πρατήριο βενζίνης, νοσοκομείο (κτίσθηκε το 1958), παιδικός σταθμός, καθιερώθηκε η 6η Αυγούστου ως εμποροζωοπανήγυρη (για το Γύθειο η 14η Σεπτεμβρίου) και το Σάββατο για το παζάρι (για το Γύθειο η Παρασκευή).
Οι μαγαζάτορες στην Αρεόπολη δούλευαν από το πρωϊ ως το βράδυ, ήταν γνωστοί σ΄όλα τα χωριά κι είχαν κατάστιχα για τους πολλούς Μανιάτες που πλήρωναν κατά διαστήματα σαν πωλούσαν το λάδι ή τα ζώα τους. (Το χιλιόγραμμο, κιλό, αντικαθιστούσε την οκά πλέον).
Στην κωμόπολη συνεχίζει να παρατηρείται οικιστική επέκταση προς το γυμνάσιο και το αγιάτικο το οποίο μετά το 1955 διαμορφώθηκε σε πλατεία, τη μεγαλύτερη της Αρεόπολης.
Αγιάτικο (στη Μάνη) καλείται το μέρος που είναι εγκαταλειμένο , έρημο , παρατημένο από τον ιδιοκτήτη του προ αμνημονεύτων χρόνων ή χωρίς ιδιοκτήτη που δε το καλλιεργεί και δε το νέμεται κανείς, όποιος θέλει περνά εκεί ή βόσκει τα ζώα του και έτσι έχει περιέλθει σε κοινή χρήση και ανυποληψία, αφού δεν έχει κύριο, δηλαδή μεταφορικά είναι ταγμένο αόριστα στον άγιο «στο πουθενά», σε όλους στο χωριό.Στη μέση της πλατείας και μετά από κάποιες προσωρινές κατασκευές στήθηκε ηρώο στη μνήμη των υπέρ πατρίδος πεσόντων με επί βάθρου τσιμεντένια στήλη επενδυμένη με μάρμαρο στη μπροστινή όψη της οποίας έφερε μεγάλο ανάγλυφο της ελευθερίας ως υψηλόσωμης γυναίκας με ποδήρη χιτώνα, η οποία με τα χέρια υψωμένα κρατούσε στεφάνι δάφνης.Το ανάγλυφο έργο του Κρητικού γλύπτη Κανακάκη δώρησε στη κοινότητα Αρεοπόλεως η Ρούλα Λεοντακιανάκου, σύζυγος του ναυάρχου Κανακάκη ο οποίος ήταν συγγενής του γλύπτη.Το αγιάτικο ονομάσθηκε πλατεία Αθανάτων.
Το κέντρο της κωμόπολης μετατοπιζόταν αρχικά προς τον Άι-Ταξιάρχη , μετέπειτα προς την πλατεία Νιαρχάκου και βραδύτερα και προς το πρώην αγιάτικο.
Στην Αρεόπολη εκδόθηκε η εφημερίδα «Τα Μανιάτικα Νέα» (ενώ στην Αθήνα κυκλοφορούσαν Η Μάνη, ο Φάρος της Λακωνίας και άλλες), λειτούργησε ξενοδοχείο , εστιατόριο και κατάστημα κατεψυγμένων προϊόντων με ψυγείο πάγου που εμπορευόταν κατεψυγμένα ψάρια, σαλάμι, παγωτά και παγωμένες πορτοκαλάδες, λεμονάδες και μπύρες. (Ακολούθησαν τα άλλα μεγάλα χωριά βραδύτερα).
Η κοινωνία όμως, η ζωή, εξακολουθούσε να είναι αγροτική (με το γαϊδούρι και χωρίς το λυχνάρι να έχει εξαλειφθεί) με μια ευάριθμη ομάδα μικροαστών δημοσίων υπαλλήλων , καθηγητών και εμπόρων ανάμεσα στον ντόπιο γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό ο οποίος ζούσε σχεδόν απαράλλαχτα με τη προπολεμική περίοδο (λάδι, σιτάρι, βελανίδι, λούπινα, ρίγανη, μέλι, γιδοπρόβατα, αγελάδες, χοιρινά κλπ).
Ίδια ζωή και για τους μαθητές.Τα μαθήματα γίνονταν πλέον μόνο το πρωϊ, υπήρχαν αρκετές ελλείψεις σε καθηγητές και πολλές κενές ώρες (για ένα διάστημα ερχόταν φυσικός από το Γύθειο για δυο ημέρες).Εξωσχολικά βιβλία ελάχιστα ως ανύπαρκτα , ενώ έκαναν την εμφάνιση τους και τα βοηθήματα των μεταφράσεων και λύσεων , απαγορευμένα μεν αναγκαία δε.Το ίδιο και οι εξωσχολικές δραστηριότητες.Αν υπήρχε μπάλα γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Η λάμπα πετρελαίου είχε επικρατήσει για το διάβασμα των μαθητών και το λυχνάρι μόνο ως εξαίρεση διασωζόταν.Το (λαδο)φάναρο χρησιμοποιόταν για τις νυκτερινές εργασίες και μετακινήσεις των κατοίκων (και κάποιος κοινοτάρχης άγρευε ψήφους τη νύχτα επισκεπτόμενος τα σπίτια με το φανάρι του).
Πηγή:» Ιστορία του Γυμνασίου και Λυκείου Αρεοπόλεως.η Μάνη κατά τον Εικοστό Αιώνα».Σταύρος Πατρικουνάκος.Δικηγόρος.
Εκδόσεις : Αδούλωτη Μάνη.Γ.Π.Δημακόγιαννης
Όμορφη Μάνη
Προβολές
0 Σχόλια