......κι όταν ο ήλιος έδειχνε να πλαγιάζει δειλά-δειλά , εκεί προς το βουνό της Άνω Πούλας στη δυτική πλευρά της Αποσκιερής Μέσα Μάνης και η φύση άρχιζε σιγά σιγά να δροσίζεται μετά από μια καυτή ,από τις αδίστακτες ακτίνες του ήλιου ημέρα, έρχονταν η ώρα της Ρούγας!!
Όλοι οι κάτοικοι του μικρού χωριού μας μαζεύονταν σε εκείνο το μακρύ πεζούλι -φτιαγμένο από πέτρα, περίπου 3 μέτρα μήκους και φάρδος , όσο να χωρά
ακόμα και παχύς άνθρωπος- και άρχιζαν οι ατέρμονες , διασκεδαστικές πολλές φορές συζητήσεις.Το κάθισμα είχε φτιαχτεί από μια μεγάλη στρώση τσιμέντου που ήταν λείο, τόσο όσο και το μήκος της ρούγας. Για πλάτη η ρούγα συνήθως είχε τον τοίχο ενός ψηλού πύργου που απαραίτητα βρίσκονταν σε στρατηγικό σημείο, έτσι που να βλέπει όλο το χωριό.Η ρούγα φάνταζε και ήταν μια κορυφαία συνάντηση συγχωριανών , απαραίτητη καθημερινά, όπου όλοι διανοούμενοι και μη είχαν άποψη για παντός επιστητού! Σχολίαζαν κατ΄αρχάς τα τεκταινόμενα του χωριού, που πήγαν τι έκαναν κ.α και κατέληγαν στις ...σοβαρές διαπιστώσεις για την κατάσταση της χώρας!! Γίνονταν όλοι μικροί πρωθυπουργοί με απόψεις κατ΄εκείνους τεκμηριωμένες και χωρίς ίχνος αμφισβήτησης από κανέναν. Όταν αυτό συνέβαινε άναβαν και κάποιοι καυγάδες παροδικοί όμως , καθώς οι όποιες παρεξηγήσεις λύονταν επί τόπου!
Στη ρούγα διέκρινε κάποιος τους μεγάλους σε ηλικία άντρες οι οποίοι συνήθως φορούσαν μεγάλα ψάθινα καπέλα, με ζαρωμένα και κατακόκκινα πρόσωπα , όντας στο χωράφι όλη μέρα, και τις γυναίκες χαμηλοβλεπούσες με μαύρα τσεμπέρια είτε να πλέκουν, είτε να μαδούν πουλιά ( τα οποία αποτελούσαν θηράματα του άντρα τους από το κυνήγι και ο οποίος παρών κι εκείνος καμάρωνε τα επιτεύγματα του , έστω και ....με ταπεινότητα ). Στις ...πολιτικές συζητήσεις οι γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος και η κουβέντα γίνονταν μεταξύ τους και αφορούσαν τη δουλειά στα χωράφια και στα του νοικοκυριού.
Γελούσαμε μικρά παιδιά τότε, όταν στο πέρασμα κάθε περαστικού , γυρνούσαν όλα τα πρόσωπα της ρούγας προς το μέρος του και αναρωτιόντουσαν " ποίος είναι ετούτος", ή "ποιανού είναι;!!
Μεταξύ του αντρόγυνου στη διάρκεια της ανάπαυσης στη ρούγα, συνέβαιναν και κάποιες φιλονικίες :
- "Πήγαινο κορώνα μου να αλλάξεις τις κάλτσες σου γιατί η μία είναι τρύπια..."!!
- "Και γιατί δεν τις είδες όταν τις φορούσα μωρή ; (!!) Που είχες το νου ζου";
Εδώ που τα λέμε, ένας μικρός πρωθυπουργός και λόγιος με τρύπια κάλτσα; Δεν κολλούσε ...!!!
Όταν η νύχτα άπλωνε το μεγάλο της δίχτυ και η θέα του βουνού της Άνω Πούλας χάνονταν σιγά σιγά από το σκοτάδι, τότε μικρά παιδιά εμείς ακούγαμε από τους ηλικιωμένους τις ιστορίες της Μάνης.
Ήταν η καλύτερη στιγμή της ρούγας. Μας μιλούσαν για δαίμονες και φουσάτα, για την πύλη του Άδη εκεί στο κοντινό δαιμονισμένο ακρωτήρι που βασιλεύει η σιωπή και για τις μανιάτικες βεντέτες.
Με μεγάλη προσοχή τους ακούγαμε. Άλλοτε φοβόμασταν κάπως, άλλοτε η έκπληξη ζωγραφίζονταν στα πρόσωπα μας κι άλλοτε γελούσαμε με τα παράξενα αυτού του τόπου.
Οι γυναίκες, αργά πια, είχαν φύγει για τα σπίτια , αυτούς τους βλοσυρούς και σκοτεινούς πύργους όπου μέναμε και κάτω από το φως της λάμπας ,ετοίμαζαν το δείπνο ενώ καθάριζαν τον χώρο της νυχτερινής ανάπαυσης.
Έξω στη ρούγα οι ιστορίες συνέχιζαν έστω κι αν κάποιες μακρόσυρτες κραυγές από τα τσακάλια-αλήθεια σαν κραυγές από μαυροφορεμένες χήρες που σκούζουν για το κακό που τους είχε βρει έμοιαζαν- διέκοπταν την κουβέντα μας.
Αργά πια η ρούγα άδειαζε. Όλοι είχαμε πάρει το δρόμο για το δείπνο και την ανάπαυση. Κάποιο σκούξιμο από την κουκουβάγια που καθισμένη ώρες στην κορυφή ενός πύργου υπομονετικά μας χάζευε ίσως μας καληνύχτιζε!! Το θρόισμα των φύλλων από τα ελαιόδεντρα ,που μέσα στην νύχτα δημιουργούσαν κάτι περίεργες σκιές έτσι που σε τρόμαζαν, συνέχιζε να σπάει την σιωπή που επιβάλλει η νύχτα στη Μάνη!
Η ρούγα μόνη κι έρημη πια, περιμένει το επόμενο απόγευμα , όταν θα γεμίσει ζωή από τις φωνές, τα χαμόγελα και τις ατέρμονες συζητήσεις από εκείνους τους μικρούς αλλά πολύ γλυκούς και νοσταλγικούς σήμερα, πρωθυπουργούς.
Όμορφη Μάνη
Προβολές
0 Σχόλια