Στην άγρια, άνυδρη και σκληρή βραχώδης περιοχή της Μάνης , στο νοτιότερο σημείο της όπου βρίσκεται το Ακρωτήριο Ταίναρο είναι η Πύλη του Άδη η οποία οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο.
Ίσως για αυτό οι Μανιάτες αποχαιρετούν τους νεκρούς τους με μια διαδικασία που δεν την συναντάς σε οποιοδήποτε μέρος της γης.
Τολμούμε να πούμε , χωρίς ίχνος υπερβολής, ότι περισσότερο τιμούν την φυγή του νεκρού τους παρά τον ερχομό κάποιου νέου μέλους.
Εάν μάλιστα ο νεκρός είναι άνδρας η τιμή που του γίνεται είναι ακόμα μεγαλύτερη.Για τους Μανιάτες η φυγή ενός άντρα σήμαινε απώλεια ενός πολεμιστή αλλά και φρενάρισμα στον πολλαπλασιασμό του γένους (σογιού) ώστε να κρατιέται το όνομα.
Αμέσως μετά το άσχημο μαντάτο, γίνεται μια ενημέρωση πρωτίστως των στενών συγγενών (στενοί συγγενείς στην Μάνη θεωρούνται και όσοι έχουν το ίδιο επώνυμο ασχέτως εάν είναι τρίτης ή τέταρτης ή και πέμπτης γενιάς) και μετά όλοι οι φίλοι και γνωστοί.
Οι οικείοι δημιουργούν ένα ειδικά διαμορφωμένο δωμάτιο με εικόνες του νεκρού και Αγίων της Ορθοδοξία μας, σκεπάζουν με ένα σεντόνι τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα και στήνουν δυο καρέκλες η σκαμπό το ένα απέναντι από το άλλο όπου θα τοποθετήσουν το φέρετρο που βρίσκεται μέσα ο νεκρός.
Γύρω-γύρω τοποθετούν καρέκλες στις οποίες θα κάτσουν οι μοιρολογίστρες.Δεν κάθεται κανείς άλλος.
Στα άλλα δωμάτια τοποθετούνται συμμετρικά καρέκλες και τραπέζια όπου θα κάτσουν οι υπόλοιποι επισκέπτες.
Ο ερχομός του νεκρού μέχρι την τοποθέτηση του στο ειδικό δωμάτιο προκαλεί ρίγη συγκίνησης. Με παρατεταμένες φωνές , κλάματα και χτυπήματα στο στήθος κυρίως οι γυναίκες, δίνουν την απόλυτη εικόνα του θρήνου.Είναι το πρώτο δημόσιο συναπάντημα του νεκρού με τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του.
Μετά την τοποθέτηση του στο δωμάτιο αρχίζει το τελετουργικό που δεν είναι άλλο από το συνεχή μοιρολόϊ.Οι γυναίκες η μια δίπλα από την άλλη απαραιτήτως με μαύρα ρούχα και τσεμπέρι στο κεφάλι παρακολουθούν ευλαβικά την εκάστοτε μοιρολογίστρα που ξεκινά την δική της αναφορά στην ζωή και τις αρετές του νεκρού. Η χήρα πάντα κάθεται κοντά στο προσκέφαλο του αντρός της και κάπου-κάπου ξεσπά σε λυγμούς χαϊδεύοντας το μέτωπο του.
Ο κάθε νέος επισκέπτης που έρχεται να προσκυνήσει και να τιμήσει τον νεκρό, πριν μπει ακόμα στο δωμάτιο φωνάζει την φράση «αδέρφι-αδέρφι» συμπληρώνοντας το όνομα του νεκρού, ξεσηκώνοντας για άλλη μια φορά τους παρεβρισκομένους , οι οποίοι αντιδρούν με επιφωνήματα αγανάκτησης και θρήνου για αυτό που τους έχει συμβεί.
Οι γυναίκες γύρω από τον νεκρό στην υπέρτατη συγκίνηση τους χτυπούν τα χέρια τους στο στήθος και τραβούν το τσεμπέρι τους από την μια άκρη στην άλλη με τα χέρια τους ανακατεύοντας με αυτόν τον τρόπο τα μαλλιά τους.
Στο μεταξύ οι υπόλοιποι οικείοι τους σπιτιού μέλημα τους είναι να προσφέρουν καφέ,αναψυκτικά και πιθανόν κατά περίπτωση λίγες τηγανίτες με τυρί προκειμένου να ευχαριστήσουν τους ανθρώπους που βρέθηκαν να τιμήσουν τον νεκρό.
Μοιρολόϊ |
Όταν η νύχτα πέσει οι τόνοι χαμηλώνουν. Οι φωνές κοπάζουν και κάπου-κάπου μικρά επιφωνήματα αγανάκτησης ακούς.Το σπίτι παραμένει γεμάτο από τους επισκέπτες, αλλά με μια ευλαβική σιγή.Οι μοιρολογίστρες ξεκουράζονται και οι συζητήσεις για τα τεκταινόμενα της ημέρας-γύρω από το σημαντικό γεγονός- δίνουν και παίρνουν.
Το χάραμα της επόμενης ημέρας τους βρίσκει όλους στις θέσεις τους και ξανά παρά την κούραση και το ξενύχτι ανεβάζουν τους τόνους.
Όταν ο παπάς κάνει την εμφάνιση του, όλα σταματούν!
Είναι η μεγάλη στιγμή του αποχωρισμού, είναι το μεγάλο αντίο του νεκρού στο σπίτι που έζησε όλα του τα χρόνια.
Με δάκρυα , λυγμούς και ένα παρατεταμένο αντίο αποχαιρετούν τον δικό τους άνθρωπο, τον οποίο δεν θα ξαναδούν.
Μετά το τέλος της τελετής και τον ενταφιασμό του νεκρού , συνήθως γίνεται το «συγχώριο«, όπως το λένε στη Μάνη, δηλαδή το τραπέζι της ευχαριστίας προς όλους όσους συμπαραστάθηκαν στην θλίψη και τον πόνο της οικογένειάς.
Θα ακολουθήσουν τριήμερα , νιάμερα και τα σαράντα. Η χήρα επί ένα χρόνο δεν βγάζει τα μαύρα ούτε το τσεμπέρι προς ένδειξη πένθους. Οι οικείοι άντρες για σαράντα ημέρες δεν θα ξυριστούν και θα φορούν διακριτικά στο μπράτσο του χεριού τους μια μαύρη κορδέλα ένδειξη λύπης για τον χαμό του δικού τους ανθρώπου.
Ενδεικτικά σας παραθέτουμε ένα γνωστό μοιρολόϊ:
Πολύ συχνά ακούγεται ακόμα στη Μάνη το μοιρολόι του Λία του Δημαρόγγονα, που έχει έτσι: Μία Δευτέρ’ αποταχιά Κ’ εκείνος ο βρεκόλακας3 Ο Μήτσος που ‘τα εθελοντής, – Πάρε τα, Μήτσο, τα χρυσά Τον σκοτωμένον από τους χωροφυλακές Δημαρόγγονα μοιρολογάει η γυναίκα του με αυτό το μοιρολόι: Ε Λία Δημαρόγγονα, Τον έζουσε από κοντά. Του δώνει μία με το γκρα, Ε Λία Δημαρόγγονα, Με τον όρο βρεκόλακα και τον πιο έντονο πενταβρεκόλακα και στα δύο μοιρολόγια εκφράζεται η βαθειά αποστροφή της κοινής γνώμης, αλλά και της ίδιας της γυναίκας του Δημαρόγγονα, που θεωρεί το φόνο του χωροφύλακα ανεπίτρεπτη πράξη του αντρός της. Έπρεπε να ξεφύγει από τους χωροφύλακες και, αν αυτό ήταν αδύνατο, να παραδοθεί, αλλά το να σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να υπάρχει περίπτωση δικιωμού είναι κάτι το εντελώς απαράδεκτο. Την έκπληξή της για τον άδικο φόνο του χωροφύλακα εκφράζει με τους στίχους: Ε Λία Δημαρόγγονα Είναι πολύ χαρακτηριστικό το ότι στα μοιρολόγια δεν υπάρχει καμιά λέξη εναντίον των χωροφυλάκων, που την ίδια ώρα σκότωσαν το Δημαρόγγονα, και τούτο, γιατί αυτόν θεωρούν μοναδικό αίτιο, επειδή έκανε άδικο φόνο και έτσι υποχρεώθηκαν οι χωροφύλακες να τον σκοτώσουν, δείγμα και τούτο της αποστροφής, που αισθάνονται για το Μανιάτη, που σκοτώνει χωρίς να υπάρχει περίπτωση δικιωμού. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι οι θεωρούμενοι ως ρέποντες προς τα εγκλήματα και τους φόνους Μανιάτες, καθώς δείχνουν τα μοιρολόγια, δεν αισθάνονται καμιά συμπάθεια για τους φονιάδες αλλά βαθύτατη αποστροφή. Φονιάδες βέβαια δεν θεωρούν αυτούς που σκοτώνουν για να προστατεύσουν τα συμφέροντα και το κύρος της πάτριας και προ παντός για να δικιώσουν σκοτωμένο μέλος της πάτριας. Στις περιπτώσεις αυτές ο φόνος θεωρείται πράξη ίδια και όμοια με το φόνο εθνικού εχθρού στο πεδίο της μάχης. Στα μοιρολόγια βρίσκομε χαρακτηριστικές πληροφορίες, που δείχνουν την αποστροφή του λαού προς τους φονιάδες, που σκότωσαν για οποιονδήποτε λόγο που δεν έχει σχέση με τα συμφέροντα και το κύρος της πάτριας. Από την εφημερίδα «Αδούλωτη Μάνη». 1. Λίας Δημαρόγγονας, από το χωοιό Κούνος, καταδιωκόμενος για φόνο. Σημ: Η Εισαγωγική φωτό είναι του Κωνσταντίνου Μάνου |
0 Σχόλια